ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ – XΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ – Του συνάδελφου Δημήτρη Κουκουζή

Ήρθαν οι γιορτές, ο κόσμος χαλαρώνει, ηρεμεί, αγαλλιάζει και όλοι θέλουμε να περάσουμε αυτές τις μέρες με αυτούς που θεωρούμε δικούς μας ανθρώπους. Η ζεστασιά της ψυχής, η αγάπη και η εκτίμηση έρχονται στο προσκήνιο και τα έθιμα συμβάλλουν στην ιδιαιτερότητα των ημερών, χαρίζοντάς μας όμορφες στιγμές.

Αν και πολλά από τα έθιμα παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο, υπάρχουν και κάποια που είτε χάνονται είτε… μεταλλάσσονται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων δεν είναι οι ίδιες σε σχέση με λίγες δεκαετίες πριν και άλλωστε είναι πολύ διαφορετικές στα μεγάλα αστικά κέντρα σε σχέση με τις μικρότερες κοινότητες. Σήμερα οι γιορτές ταυτίζονται δυστυχώς με τον καταναλωτισμό, όταν παλαιότερα στα χωριά οι γιορτές είχαν μία απλότητα και ζεστασιά που πλέον είναι δυσεύρετη…

Τον εκ Λευκοχωρίου Γορτυνίας συνάδελφο Δημήτρη Κουκουζή (ο οποίος υπηρέτησε στη Διεύθυνση Δικαστικού της τράπεζας και μάλιστα ήταν επί σειρά ετών Υποδιευθυντής), τον γνωρίζετε βεβαίως μέσα από τα πολύ όμορφα κείμενά του που προσεγγίζουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας με έναν ιδιαίτερο τρόπο, μεταφέροντάς μας με τρυφερότητα, νοσταλγία, αλλά και χιούμορ το αυθεντικό τους νόημα. Ο συνάδελφος μας απέστειλε τις ευχές, τις οποίες του ανταποδίδουμε και μέσα από το ακόλουθο κείμενό του ξύπνησε μνήμες από μία όμορφη, πιο αθώα σίγουρα εποχή…


.

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ

XΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα είχαμε τις χρονιάρες μέρες. Από την Κυριακή που το Ευαγγέλιο λέει: «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδα…» άνοιγε η αυλαία των αγίων ημερών. «Τρεις τα Φώτα, τρεις τα Γέννα και έξι το Μεγάλο Πάσχα». Τόσες μέρες διαρκούσαν οι μεγαλογιορτές. Γεμάτες συγκινήσεις, οικογενειακή ευτυχία, θρησκευτική ανάταση. Με κάλαντα, με δώρα, με μποναμά. Ξένοιαστες μέρες, χαρούμενες, αξέχαστες. Η ανθρωπιά δεν είχε ακόμα γίνει υποκριτική, η χαρά ήταν απλή και δυνατή, τα αισθήματα δεν είχαν νοθευτεί και οι αξίες της ζωής δεν είχαν ξεφτίσει.

Το χωριό μας άλλαζε όψη. Οι ξενητεμένοι μαστόροι γύριζαν στα σπίτια τους. Ήθελαν να γιορτάσουν αυτές τις άγιες μέρες μαζί με τη φαμελιά τους, τους συγγενείς και τους πατριώτες. Τα παιδιά ξένοιαστα από τα μαθήματα, παίζουν στην πλατεία, ετοιμάζονται για κάλαντα, και χαίρονται τα δώρα που τους χαρίζουν οι μεγάλοι: ένα τόπι, μια καραμούζα, ένα μπαλόνι. Τα καφενεία γεμάτα. Μέσα ζέστη και θαλπωρή, έξω κρύο και υγρασία. Τα τζάμια τους θαμπωμένα. Οι ξυλόσομπες δίνουν και παίρνουν. Οι πατριώτες ξανασμίγουν και ανοίγουν παρέες. Κουβεντούλα, καφεδάκι, κολιτσίνα. Με ξερή ή με δηλωτή. Ο νικητής παίρνει ένα λουκούμι. Το «χοντρό» χαρτί παίζεται στην Πρωτοχρονιά: Τριόμφος, σκαμπίλι , πόκα και 31.Με μπλόφες και…. μπαλαμούτια !

Έξω από το καφενείο κάποιος Φουσκαραίος με το κοφινάκι του πουλάει πορτοκάλια και διαλαλεί: «Φράγκο τρία, φράγκο τρία!» Τόσο φτηνά τα δίνει. Μα και το φράγκο (η δραχμή) τότε άξιζε. Στα σπίτια οι νοικοκυρές είχαν πολλές δουλειές να κάνουν: ψιλοκρισαρίζουν, ζυμώνουν χριστόψωμα και κουλούρια, φτιάχνουν γλυκά και χαλβά, ετοιμάζουν τη βασιλόπιττα. Θέλουν να «ξεχωρίζουν» αυτές τις άγιες μέρες. Το τραπέζι στις μέρες αυτές πρέπει να είναι πλούσιο και αρχοντικό: Κότα παχειά κοκκινιστή, χυλοπίτες σουρωτές με μυτζήθρα, μπακαλιάρος τηγανιτός, ψωμί ζυμωτό φρέσκο, καγενάς με «κατάδικο», τυρί και κρασί από το βαγένι. Αν κανείς είναι κρυωμένος ρουφάει τριφτιάδες ή ψήνει τσουκαλόκαυτο !.

Η φωτιά στο τζάκι καίει μέρα νύχτα. Όλοι οι «μπουχαρέδες» του χωριού σε συνεχή λειτουργία. Όλοι γύρω στη γωνιά κουβεντιάζουν τα βράδυα ώσπου «να καεί το τελευταίο κούτσουρο». Η εκκλησία κατάμεστη από κόσμο. Συναγωνίζεται τα γεμάτα καφενεία. Οι χρονιάρες μέρες προσφέρουν ευκαιρία για θρησκευτική κατάνυξη. Να λειτουργηθούν για καλά οι…. αλειτούργητοι !. Για μας Βηθλεέμ ήταν ο ΑγιοΔημήτρης. Κονταυγή Χριστουγέννων η καμπάνα του μας καλεί: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Όλοι ψέλνουν και συμμετέχουν. Ο βοριάς έξω συνοδεύει τον ήχο των ύμνων και παρασύρει τα καφεκίτρινα πλατανόφυλλα και τα μουριόφυλλα των δέντρων της πλατείας. Το ίδιο γεμάτο εκκλησίασμα και τις υπόλοιπες μέρες: της Παναγίας, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων, τ’ Αγιαννιού και τις ενδιάμεσες Κυριακές. Σπίτι, εκκλησία, καφενείο. Αυτή η μικρή κοινωνία, η παραδοσιακή, η απλή. Όσο μικρός είναι ο χώρος της και ο ορίζοντάς της, τόσο μεγάλη η ηρεμία της, τόσο μεγάλος ο δικός της μικρός κόσμος, τόσο μεγάλη η ανθρωπιά της. Η καλωσύνη περίσσευε και οι καρδιές ήσαν ζεστές. Η τηλεόραση δεν είχε εισβάλει στη ζωή μας για να μας φέρει τον «πολιτισμό». Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν ακόμη μεταξύ τους.

Και φθάνουν τα Φώτα. Όλοι ετοιμάζονται να πάρουν την πρώτη στάλα, που λένε πως φέρνει ευτυχία. Το ίδιο όπως και το πρώτο φως της Αναστάσεως. Οι πιστοί με τα ποτηράκια ή τα μπουκαλάκια τους ετοιμάζονται να πάρουν τον μεγάλο αγιασμό και πλησιάζουν το τραπέζι με τον αγιασμό κάτω από τον πολυέλαιο. Το καλύτερο ποτήρι έχει ο μπάρμπα Κωσταντής, ο Κουτσονικολής. Είναι κομψό, από περσελάνη, με χερούλι και ωραίο καφέ-χρυσό χρώμα. Του το έφερε ο γυιος του ο Γιώργης από την Κορέα , πούχε πάει να πολεμήσει. Ο παπα-Ντίνος φρόντιζε να πάρουν όλοι την πρώτη στάλα και να μη μείνει κανείς παραπονούμενος. Με το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…» βούταγε την αγιαστούρα του στη λεκάνη με τον αγιασμό και ράντιζε για καλά τους εκκλησιαζόμενους. Όλοι έπαιρναν όχι μόνο μία αλλά πολλές στάλες !. Οι πλησιέστεροι μάλιστα στο τραπέζι έπαιρναν τόσες στάλες που …λούζονταν κανονικά !.

Με τον αγιασμό έπρεπε να αγιάσουμε όλο το σπίτι, το φούρνο, το κατώϊ με τα ζώα και μετά τα «κτήματα». Το θεωρούσαμε ευχάριστο και ιερό καθήκον να αγιάζουμε όλα μας τα υπάρχοντα. Μια φορά πρόφθασα και άγιασα τις ελιές μας στου Φούσκαρι (2 γέρικα δέντρα που όμως μας έδιναν το λίγο αλλά πολύτιμο τότε λάδι τους), το χωράφι μας στη Χωτούζα, τον κήπο μας στη Παναγιά και τ’ αμπέλι μας στα Ποριά! . Καμμιά φορά ο Θεός με τη βροχή του άγιαζε μόνος του τα κτήματα και μας απάλλασε από την πεζοπορία μας. Από τον αγιασμό των Φώτων κρατά η νοικοκυρά λίγο και το βάνει δίπλα στο εικόνισμα και το φυλάει ως τον άλλο χρόνο για φάρμακο, για να αλλάζει το νερό του καντηλιού.

Και οι χρονιάρες μέρες τελειώνουν με την γιορτή του Αγιαννιού. Γιορτάζει ο Σωτηρογιάννης, ο Ζεβεδόγιαννης, ο Κοκονόγιαννης… Όλο το χωριό! Χαιρετούρες, επισκέψεις, τραγούδια, «πολλαχρόνια». Είναι η μέρα που γιορτάζουμε και μεις στο σπίτι μας. Πρώτος και καλύτερος επισκέπτης ο Μπαρμπαντώνης! Θάρθει να χαιρετίσει τον ανηψιό του το Γιαννούλη.Τον πατέρα μου. Δεν θάρθει όμως βράδυ, όπως οι άλλοι συγγενείς . Θαρθεί μεσημεριάτικα, στολισμένος, κωτσονάτος, αρχοντικός. Και δεν θάρθει για γλυκό ή καφέ και… έξω από την πόρτα. Θάρθει να ευχηθεί… Μαθέϊκα. Θέλει να βρει τάβλα στρωμένη. Δηλαδή γερή «μαντζαρία», καλό κρασί, ειδική περιποίηση. Το ξέραμε αυτό και είχαμε λάβει… τα μέτρα μας. Ο Μπαρμπαντώνης ήθελε καλό φαγητό. Δε «σήκωνε»… τσιγγουνιές στο θέμα αυτό ούτε δικαιολογούσε παραλείψεις. Μόνο έτσι έπιανε η ευχή του! Η γιορτή του Αγιαννού μας θύμιζε όμως ότι ήταν η τελευταία του 12ήμερου. Σε λίγο οι σχολικές διακοπές μας τέλος. «Τ’ Αγιαννιού την άλλη μέρα πάρ ’τη σάκα σου και φέγα» ήταν το σήμα σε μας, τα μαθητούδια, γα να πέσει η αυλαία. Κι όταν αργά πέφταμε για ύπνο από μέσα μας λέγαμε: Νάταν αύριο παραμονή των Χριστουγέννων!

 

Καλές μας Γιορτές

Δημήτρης Κουκουζής

Δεκέμβρης του 2021