
Αλέκος Αλεξανδράκης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς που ήθελε να γίνει… σκηνοθέτης – Του Σαράντου Φιλιππόπουλου
- Posted by Σαράντος Φιλιππόπουλος
- On 28 Ιουλίου, 2019
- 0 Comments
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δε χρειάζεται συστάσεις. Μία από τις σπουδαιότερες μορφές των τεχνών της χώρας μας, μεγαλούργησε τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.
Ο μεγάλος αυτός συμπατριώτης μου, καθόσον καταγόταν από το Παρόρι Λακεδαίμονος, άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στο χώρο της υποκριτικής, αλλά όπως ο ίδιος αναφέρει, για αλλού ξεκίνησε και αλλού τον έβγαλε ο δρόμος του. Το μεγάλο του όνειρο ήταν να γίνει σκηνοθέτης και αν κρίνουμε από τη νεορεαλιστική ταινία «Συνοικία το όνειρο» (1961) που σκηνοθέτησε και άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στον ελληνικό κινηματογράφο, θα είχε διαπρέψει και σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, οι συνθήκες και η λογοκρισία της εποχής δεν του το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα να ξεδιπλώσει το απαράμιλλο ταλέντο του στην υποκριτική.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης έμεινε γνωστός ως ένας μεγάλος ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς, με συνέπεια τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως άνθρωπος, παραμένοντας πιστός στα ιδανικά και στις πεποιθήσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας και της ζωής του.
Σαράντος Φιλιππόπουλος
Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ με το θέατρο, γιατί με απασχολούσε η σκηνοθεσία κινηματογράφου και είχα σκοπό να σπουδάσω στο Λος Άντζελες. Τυχαία συναντώ στο δρόμο έναν παιδικό μου φίλο, τον Νίκο Καζή, ο οποίος ήταν τότε τελειόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου και μου λέει:
”Έλα ένα χρόνο στη σχολή, να μάθεις μερικά πράγματα, ώστε να πας καταρτισμένος”.
Έτσι κι έγινε.
Αυτό ήταν… Δε μπόρεσα να αφήσω το θέατρο.
Το 1950 ο Φιλοποίμην Φίνος με τον Αλέκο Σακελλάριο με ζήτησαν να παίξω σε ένα φιλμ, στο ”Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν” και αμέσως μετά, με τον Φίνο πάλι και με σκηνοθέτη τον Γιώργο Τζαβέλλα,
στην ταινία ”Η αγνή του λιμανιού”.
Θυμάμαι αυτές τις δύο ταινίες περισσότερο απ’ ότι θυμάμαι τις άλλες.
Ίσως γιατί τότε υπήρχε μεράκι.
Δουλεύαμε με την καρδιά μας μερόνυχτα και χωρίς πολλά μέσα.
Αργότερα αποκτήσαμε τα μέσα αλλά χάσαμε το μεράκι.
Ύστερα, ήρθε η σειρά μου να κάνω κι εγώ το όνειρό μου πραγματικότητα.
Να κάνω αυτό που ήθελα πάντα. Να σκηνοθετήσω μια ταινία.
Η ταινία αυτή ήταν, η ”Συνοικία το όνειρο”.
Για να φτάσω να την κάνω, δούλεψα σε αρκετές ταινίες και μάζεψα χρήματα – γιατί είχα και μια μεγάλη συμμετοχή στην παραγωγή – αφού κανείς παραγωγός δεν δεχόταν να την χρηματοδοτήσει.
Αυτό το φιλμ, το θυμάμαι με πολλή συγκίνηση.
Ήταν τρομερές οι δυσκολίες. Ήταν άγρια η εποχή.
Μας απαγόρευσαν την ταινία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μας την έκοψε η λογοκρισία, και ακόμα και τώρα παίζεται λογοκριμένη, γιατί είχαν κόψει το αρνητικό φιλμ.
Με τη σύζυγό μου και πρωταγωνίστρια της ταινίας Αλίκη Γεωργούλη,
πήγαμε στη Μόσχα το καλοκαίρι του ’62, προσκεκλημένοι του Υπουργείου Πολιτισμού της ΕΣΣΔ.
Προβλήθηκε η ταινία μου και εντύπωση μου έκανε
η κατάμεστη αίθουσα, η σοβαρότητα και η προσοχή των θεατών,
οι λεπτομέρειες τις οποίες έπιαναν και χειροκροτούσαν και η ζεστασιά του κόσμου.
Με τη ”Συνοικία το όνειρο”, πίστεψα πως άρχιζε η πραγματική μου καριέρα πίσω από τη μηχανή ως σκηνοθέτης.
Ρίχτηκα με τα μούτρα και με τους ίδιους συνεργάτες, τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Κατράκη,
να ολοκληρώσουμε την προετοιμασία της καινούριας ταινίας.
Όμως, έπρεπε να βρεθούν κεφάλαια. Κεφάλαια εγώ δεν είχα, γιατί με τις περιπέτειες της ”Συνοικίας”, ήμουν χρεωμένος.
Επειδή ο Φίνος είχε ενθουσιαστεί με την ταινία και μου είχε πει: ”Εδώ είναι το σπίτι σου σαν ηθοποιός, εδώ θα είναι το σπίτι σου και σαν σκηνοθέτης”, του πάω το σενάριο.
Με χαρά αυτός το παίρνει, το διαβάζει και την άλλη μέρα μου λέει:
”Τρελός είσαι; Δεν πρόκειται να εισπράξουμε τίποτα από αυτή την ταινία”.
Το σενάριο το πήγα και σε άλλους παραγωγούς, όμως κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Κι έτσι έμεινε να γυριστεί πιο μετά.
Σήμερα, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να σκηνοθετήσω ταινία. Θυμάμαι μια φορά, με είχε δει ένας νεαρός και μου είχε πει:
”Αλεξανδράκη γέρασες”. Και του απαντώ:
”Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα είχα πεθάνει.
Πρόλαβα και γέρασα”.