Το κείμενο που ακολουθεί, είναι η επίσημη θέση της πολιτικής οργάνωσης ”ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ” στην Ιταλία και αφορά την κατάσταση της εργατικής τάξης και την αναγκαιότητα συγκρότησης νέου, ενιαίου, ταξικού και ανεξάρτητου συνδικαλιστικού φορέα, σαν αποτέλεσμα της πλούσιας δραστηριότητας που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια, από τις επιτροπές ΒΑΣΗΣ.
Τα μέλη και τα στελέχη της οργάνωσης, προέρχονται από την πλούσια δραστηριότητα της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής αριστεράς, στη διάρκεια της ”έξαρσης” του ευρωκομμουνισμού και μέσα από ποικίλες διαδρομές αναζήτησης, ίδρυσαν το 1998 το ”ΔΙΚΤΥΟ”. Η οργάνωση αυτή συνέβαλε καθοριστικά, όλα τα προηγούμενα χρόνια, χρόνια αποκαθήλωσης και θεαματικής παρακμής για τα απομεινάρια του πρώην Ι.Κ.Κ. και συνολικά της επίσημης αριστεράς, στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερα μαχητικής και δραστήριας ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, με σημαντική παρουσία σε όλα τα μέτωπα και κυρίως στο συνδικαλισμό βάσης, πάντα με αναφορά και όρους Κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.
Έχουν πεντακάθαρες και σοβαρά επεξεργασμένες θέσεις, σε άλα τα ζητήματα, τόσο της εσωτερικής όσο και της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Έχουν αναπτύξει γόνιμες και δημιουργικές σχέσεις με επαναστατικά κινήματα και κόμματα σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Κούβα-Λατιν.Αμερική. Εκδίδουν 3μηνο σημαντικό έντυπο (“IL CONTROPIANO”) και διαθέτουν πληρέστατη καθημερινή ηλεκτρονική εφημερίδα (www.contropiano.org).
>
Οι κομμουνιστές, τα συνδικάτα, η ανασύνθεση
του κοινωνικού – ταξικού μπλοκ
Η επιλογή μερικών συντρόφων, και οι εμπειρίες του κομμουνιστικού κινήματος, να υποστηρίξουν και να φτιάξουν τα συνδικάτα βάσης – αντιπαραθετικά απέναντι στα επίσημα συνδικάτα – στην Ιταλία, είναι μια ώριμη επιλογή. Βασίζεται σε μια συγκροτημένη ανάλυση της πραγματικότητας και συμβαίνει ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80. Τόσα χρόνια, αρχικά με την εφημερίδα Contropiano και στη συνέχεια με την εγκαθίδρυση του Δικτύου των Κομμουνιστών (Rete dei Comunisti), προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε μια συζήτηση, με μερικά απαραίτητα στοιχεία ρήξης στην κουλτούρα μας, αλλά και πειραματισμού πάνω σε πολιτικές και συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες. Μια συνεισφορά, περισσότερο από αναγκαία, την επαύριο της πολιτικής και εκλογικής καταστροφής της «αριστεράς», ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξέλιξη μια σφοδρή επίθεση απ’ την πλευρά των πιο ισχυρών δυνάμεων του κεφαλαίου, εναντίον των εργαζομένων και άλλων κοινωνικών υποκειμένων.
.
Η αποδόμηση της εργασίας
Στην Ιταλία απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά, παρακολουθήσαμε μια βίαιη διαδικασία αποδόμησης της αγοράς εργασίας. Αυτή η διαδικασία χτύπησε πρώτα τους μισθωτούς εργαζόμενους των μεγάλων εργοστασίων με το κλείσιμο ολόκληρων εγκαταστάσεων, μια ορμητική μετεγκατάσταση παραγωγικών δυνάμεων (που αυξήθηκε τα πρώτα χρόνια του ’90, ειδικά στην ανατολική πλευρά, την επομένη του ’89) και μια συνολική αναδιοργάνωση στις παραγωγικές μονάδες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι στην Ιταλία (το 90% των επιχειρήσεων στην Ιταλία έχει κάτω από 10 εργάτες).
Η δεύτερη φάση της αποδόμησης (δεκαετία ’90) χτύπησε τους εργαζόμενους σε στρατηγικούς τομείς όπως στις υπηρεσίες δικτύων, στις μεταφορές, στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια και στις τράπεζες, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, της ευελιξίας και των αναθέσεων μέρους των δραστηριοτήτων τους σε άλλες επιχειρήσεις.
Η τρίτη φάση εξελίσσεται τώρα και επικεντρώνει την επίθεσή της στο τελευταίο δυναμικό ανάχωμα των δυνάμεων της εργασίας, αυτό των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση. Εκεί, ήδη τα τελευταία χρόνια γνώρισαν την επισφάλεια και την επιχειρηματική λογική εις βάρος κάθε δημόσιας υπηρεσίας.
Η Ιταλία μέχρι τις αρχές του ’90 ήταν μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε η μεσαία τάξη. Αυτή η κυριαρχία οφειλόταν στο γεγονός ότι σημαντικά κομμάτια μισθωτών εργαζομένων είχαν ενσωματωθεί στην πραγματικότητα και την κουλτούρα που προσομοίαζε στις «μεσαίες τάξεις» (αρκεί να σκεφτούμε τους εργαζόμενους των υπηρεσιών Δικτύου ή των εργαζόμενων σε δημόσιες υπηρεσίες). Η αστική τάξη συνειδητά χρησιμοποίησε αυτές τις νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις για να απομονώσει και να αποδομήσει την εργασία των μισθωτών στη βιομηχανία. Αυτό γιατί αυτοί μπορούσαν να κατακτήσουν μια πολιτική και υλική ενότητα της τάξης.
Η ενσωμάτωση των μεσαίων τάξεων στη διαδικασία εκσυγχρονισμού του συστήματος ήταν καθοριστική για την ήττα των εργατών της Φίατ το 1980, αλλά και την κατάργηση της «σκάλα μόμπιλε» (ΣτΜ. Η αυτόματη προσαρμογή του μισθού των εργατών με βάση τις αυξήσεις στις τιμές), το 1984-1985. Οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες γι’ αυτή τη διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης κομματιών της μισθωτής εργασίας, στα πλαίσια μιας προσπάθειας επαναπροσαρμογής και νέας ανάδυσης του καπιταλισμού στην Ιταλία, ήταν προφανείς μέχρι που το 1992 – με την έκρηξη της Tangentopoli (ΣτΜ. διαφθοράς – δωροδοκίας ή «Μιζούπολη») και τον ερχομό της λεγόμενης Β’ Ιταλικής Δημοκρατίας – τα δείγματα του εκσυγχρονισμού άλλαξαν χαρακτήρα. Πλέον είχαν ένα ξεκάθαρο χαρακτήρα φιλελευθερισμού, ιδιωτικοποιήσεων, μείωσης του πλούτου που έφτανε στα χέρια των εργαζομένων προς όφελος του κέρδους και των μετοχών.
Ο καπιταλισμός αποκαλύπτει τον οπισθοδρομικό του χαρακτήρα
Το σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου σε αντεργατική κατεύθυνση, φάνηκε τόσο σε επίπεδο πολιτικού συστήματος, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, με την επέλαση των οικονομικών μέτρων – προσαρμοσμένων στις κατευθύνσεις του Μάαστριχτ – αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δημιουργίας του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου. Στην Ιταλία, αυτά τα μέτρα πέρασαν μέσω ενός μηχανισμού διαβούλευσης με τα επίσημα συνδικάτα, τα οποία ασπάστηκαν πλήρως τα συμφέροντα της εθνικής οικονομίας και τη συνέπεια της λεγόμενης «Στρατηγικής της Ιταλίας» («Azienda Italia»), αποδυναμώνοντας κάθε στοιχείο συγκρουσιακής εναλλακτικής.
Αυτή η διαδικασία έφερε τη μείωση των μισθών των ιταλών εργαζομένων (σήμερα, είναι οι πιο χαμηλοί μισθοί της Ευρώπης, με εξαίρεση την Πορτογαλία). Η μείωση του μέσου μισθού επεκτείνεται πλέον σ’ ένα μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων, που οφείλεται στην αύξηση της μερικής απασχόλησης και της ελαστικής εργασίας. Σε γενικές γραμμές, αυτή η χειροτέρευση της εκμετάλλευσης (ποιοτικά και ποσοτικά) είναι απ’ τις πιο σημαντικές αιτίες της κατακόρυφης αύξησης των εργατικών ατυχημάτων, αλλά και των νεκρών στη δουλειά. Πάνω απ’ όλα όμως, η εκμετάλλευση αυτή, έφερε τη μεγάλη μείωση του πλούτου που αντιστοιχεί στις δυνάμεις εργασίας, απ’ αυτή που αναλογεί στα κέρδη και τις μετοχές. Βάσει κάποιων υπολογισμών και στατιστικών, πέσαμε στα επίπεδα του 1881, δηλαδή στον 18ο αιώνα.
Η ταξική πάλη μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας, εξαφάνισε τον παλιό κοινωνικό χάρτη, που βασιζόταν στην κυριαρχία των μεσαίων τάξεων, και προκάλεσε μια ξαφνική κοινωνική πόλωση, η οποία παρουσιάζει χαρακτηριστικά πραγματικής προλεταριοποίησης όλο και περισσότερων κομματιών εργαζομένων.
Τα αποτελέσματα αυτής της προλεταριοποίησης οξύνουν αρκετά τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνικής σύγκρουσης και αυξάνουν σε τεράστιο βαθμό της πολιτικές δυνατότητες. Αυτή η διαδικασία όμως, δε συνάντησε στο δρόμο της – ούτε στο πλευρό της, μια συλλογικότητα κομμουνιστική και αντικαπιταλιστική, που να κατανοεί τις αναζητήσεις, την οργή, τη θέληση για εκδίκηση, την κοινωνική ανασφάλεια των ανθρώπων αυτών. Αντίθετα, συνάντησε μια συλλογικότητα – και μια συμπληρωματική με αυτή – κουλτούρα, η οποία είναι αντιδραστική (και σε πολλές πλευρές φασιστική, ρατσιστική και ξενοφοβική), η οποία αναχαίτισε αυτές τις τάσεις, τους φόβους και τις θυμωμένες κραυγές.
Σήμερα οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους βρίσκονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση στο επίπεδο των μισθών, του χώρου και της εκμετάλλευσης των υπηρεσιών, με τους εργαζόμενους μετανάστες και τις δικές τους οικογένειες. Είναι ένας ανταγωνισμός που στήθηκε σιγά σιγά και τροφοδοτήθηκε απ’ τις πολιτικές μείωσης των μισθών, περικοπής και υποβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών, των λαϊκών σπιτιών, των δημόσιων μεταφορών. Αυτή η κατάσταση δείχνει ξεκάθαρα, τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, και δεν τον δείχνει μόνο στους κομμουνιστές αγωνιστές, αλλά ταυτόχρονα και σ’ όλη την κοινωνία.
Σήμερα στην Ιταλία, όπως και αλλού, ο καπιταλισμός επιδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την αντίθεση μεταξύ προσδοκίας και πραγματικότητας. Η κρίση αρχίζει να σκιαγραφεί τα οπισθοδρομικά και αντικοινωνικά χαρακτηριστικά αυτού του κοινωνικού σχηματισμού. Το γεγονός ότι η τάση αυτή δεν είναι μια δική μας ιδεολογική προφητεία φαίνεται απ’ την ανάδειξη του περιβαλλοντικού ζητήματος και της στενής σχέσης που έχει με τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, με την προφανή καταστροφή του εδάφους και με τον κίνδυνο ενός πιθανού οικολογικού «εμφράγματος» του πλανήτη.
Οι νέοι εργαζόμενοι έχουν συχνά ένα υψηλό επίπεδο κατάρτισης και εκπαίδευσης, κι όμως η λογική της αγοράς έχει την ικανότητα να τους οδηγεί μόνο σε κακοπληρωμένες δουλειές και κάτω απ’ τις αναμενόμενες προσδοκίες τους. Αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους στα τηλεφωνικά κέντρα ή σε κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και σε τομείς πιο προχωρημένους, όπως οι επιστημονικοί ερευνητές ή οι δημοσιογράφοι. Σ’ όλα αυτά τα κομμάτια εργαζομένων, επιβάλλουν την επισφάλεια και μισθούς κοροϊδία, ισάξιους με τους μισθούς στα δημόσια σχολεία, τα οποία, απ’ τις αναδιαρθρώσεις που έχει υποστεί τόσα χρόνια, πρώτα με τις κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς και τώρα με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι βρίσκονται σε μια συνεχή υποβάθμιση.
Για πρώτη φορά απ’ τον 18ο αιώνα και μετά, είμαστε μάρτυρες μιας γενικευμένης ύφεσης, όπου τα παιδιά μας πρόκειται να ζήσουν με χειρότερες προοπτικές και σε πιο δύσκολες καταστάσεις από τη δική μας γενιά. Μ’ αυτό τον τρόπο διακόπηκε μια εξελικτική διαδικασία, η οποία έβλεπε την τωρινή κοινωνική σύνθεση των πενηντάρηδων να έχουν ζήσει καλύτερα απ’ τους γονείς τους, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν ζήσει καλύτερα απ’ τους δικούς τους γονείς και πάει λέγοντας. Είναι μια ορατή και σημαντική υποχώρηση, κυρίαρχα στις χώρες του προχωρημένου καπιταλισμού, παρά στις βιομηχανικές χώρες της περιφέρειας, όπου αντίθετα, σαν αποτέλεσμα δυναμικών κοινωνικών κινημάτων, εξελίσσονται ποικίλες και ενδιαφέρουσες αντίθετες τάσεις σε σχέση με περασμένες δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων, επέβαλλαν τον πιο άκαρδο φιλελευθερισμό, όπως επίσης και τα αποτελέσματα της αναμφισβήτητης πολιτικής του ληστρικού νεοαποικισμού.
Η επιλογή των κομμουνιστών να οργανωθούν στα συνδικάτα βάσης
Η αποδόμηση της αγοράς εργασίας, οι απολύσεις πολλών εκλεγμένων συνδικαλιστών και η κάθετη μείωση των δημοκρατικών διαδικασιών μέσα στα επίσημα συνδικάτα, έφεραν σαν αποτέλεσμα, να εμφανιστούν στην Ιταλία, τη δεκαετία του ’80 τα συνδικάτα βάσης. Αυτά τα οργάνωσαν οι κομμουνιστές, ειδικά αυτοί που προέρχονταν απ’ την ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και εκλεγμένοι συνδικαλιστές, που δεν υποτάχθηκαν στην πολιτική της λιτότητας που προχωρούσε η Cgil.
Αυτές οι εμπειρίες βάσης γεννήθηκαν εκεί όπου ήταν δυνατό να θεμελιωθεί μια σημαντική παρουσία και να οργανωθούν κομμάτια εργαζομένων, με ξεχωριστό τρόπο στο δημόσιο τομέα και στις υπηρεσίες δικτύων (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες). Μέχρι σήμερα όμως, παραμένει πολύ δύσκολη η οργάνωση των συνδικάτων βάσης μέσα στα εργοστάσια, που υπάρχουν ακόμα εργοδοτικά σωματεία. Παρόλα αυτά, στο παρελθόν δεν έλειψαν σημαντικές εμπειρίες – και εμφανίζονται κι άλλες – ακόμα και σ’ αυτό το κοινωνικό κομμάτι. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια στις βιοτεχνίες ή σε πολλά ακόμα εργοστάσια στις βιομηχανικές περιοχές, μέχρι και στα κέντρα μαζικής διανομής (Auchan, Carrefour κτλ.), πολλοί συνδικαλιστές γραμμένοι στα συνδικάτα βάσης διώχθηκαν και απολύθηκαν εξαιτίας της δράσης τους, στην προσπάθειά τους να προωθήσουν μια λογική αυτοοργάνωσης.
Σ’ ένα τέτοιο στάδιο αντιθέσεων θεωρούμε ότι μια γραμμή, ξεκάθαρη ή μη, που λέει ότι χρειάζεται πάντα να παρεμβαίνουμε ακόμα και μέσα σε «αντιδραστικά» συνδικάτα, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία – βαθιά διαφορετική από την εποχή που ο Λένιν ανέπτυξε μια τέτοια θέση – δεν έχει πια το ίδιο νόημα. Αντίθετα, δεσμεύει τις κομμουνιστικές συλλογικότητες σε μια περιορισμένη δράση, αναποτελεσματικής καταγγελίας. Η αδυναμία επίτευξης μιας δημοκρατικής λειτουργίας, αποτρέπει κάθε δημοκρατική συζήτηση στα συνδικάτα αυτά, που θα μπορούσε να αλλάξει πραγματικά την γραμμή υποταγής που προβάλλουν.
Επιπλέον, η αλλαγή στη σύνθεση της αγοράς εργασίας μειώνει τα ίδια τα ποσοστά συμμετοχής στα ιστορικά συνδικάτα, τα οποία εκπροσωπούν πλέον μόνο μια μειοψηφία των εργαζομένων, σε σχέση με την τεράστια γκάμα εκμετάλλευσης των καπιταλιστών πάνω στους εργαζόμενους. Στην Ιταλία, όπως επίσης και στην Ισπανία ή τη Γαλλία το ποσοστό των εργαζομένων που συνδικαλίζονται έχει πέσει πολύ χαμηλά, σε σχέση με το ποσοστό που υπάρχει ακόμα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Ακριβώς γι’ αυτό, η ίδια η παραδοσιακή μορφή του συνδικάτου πρέπει να βρει νέους τρόπους ύπαρξης, οργανωτικής ανάπτυξης και συνολικής καθιέρωσης στους χώρους δουλειάς και σ’ ολόκληρη την κοινωνία.
Κατά τη γνώμη μας, σήμερα, η επιλογή για τους κομμουνιστές ως προς την οργάνωση και την ενίσχυση του συνδικαλισμού βάσης – ανεξάρτητου και εναλλακτικού απέναντι στον υποταγμένο και γραφειοκρατικό συνδικαλισμό των Cgil– Cisl–Uil – είναι πλέον ένα ζήτημα στρατηγικό. Ένα θεμελιώδες σημείο συνολικού πολιτικού προγράμματος που καταστεί – κατά τη δική μας κρίση – ένα στοιχείο μάχιμης γραμμής, για την ανάδυση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής που θα απευθύνεται στις ριζοσπαστικές δυνάμεις και τους αγωνιστές του κινήματος. Το θέμα δεν είναι να υπάρξει «διάσπαση» με μια μερίδα συντρόφων και μάχιμων συνδικαλιστών που είναι ακόμα μέσα στα υποταγμένα συνδικάτα (όπου η γραφειοκρατία στενεύει τα όρια της δημοκρατικής συζήτησης και εκπροσώπησης αυτών των συντρόφων μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον). Πρόκειται όμως για μια κατάσταση όπου οι κομμουνιστές και οι αντικαπιταλιστές αγωνιστές πρέπει να οικοδομήσουν και να ενισχύσουν τα εργαλεία αυτά που τους συνδέουν με τα κομμάτια της τάξης της χώρας μας, ώστε να τους καθοδηγήσουν και ν’ αντιμετωπίσουν με οργανωμένο τρόπο την ταξική σύγκρουση. Για πολύ καιρό οι κομμουνιστές αρκέστηκαν είτε στο να προκαλούν πολιτική αναταραχή μέσα σ’ αυτά τα συνδικάτα, είτε απορροφήθηκαν από μια ατελείωτη εσωτερική μάχη μειοψηφίας, η οποία δεν έφερε ποτέ πραγματικά αποτελέσματα αυτόνομης οργάνωσης στο επίπεδο των αγώνων και των αντίστοιχων οργανωτικών τους προσπαθειών. Αυτός ο δρόμος δεν οδήγησε στα αποτελέσματα που ήλπιζαν σε συνδικαλιστικό επίπεδο, αλλά ούτε και σε πολιτικό (αφού πολλού εργαζόμενοι γράφονται στην Fiom (συνδικάτο εργατών μετάλλου), μετά όμως ψηφίζουν τη Λίγκα του Βορρά – ή και ανάποδα, όπως παρατηρεί καυστικά ο σύντροφος Giorgio Gattei – γεγονός που δείχνει ότι οι αντιφάσεις όχι απλά υπάρχουν, αλλά κυριαρχούν). Στον αντίποδα, ο συνδικαλισμός βάσης (ειδικά μετά την πρώτη πανιταλική ενωτική συνέλευση μεταξύ των Cub1, Cobas2 και SdL3 που έγινε στο Μιλάνο, τον περσινό Μάη 2008, και μετά την σύναψη της Συμφωνίας Μόνιμων Συνομιλιών4, «Patto di Consultazione», που υπέγραψαν πρόσφατα) έδειξε ότι είναι μια λογική παγιωμένη, που σε πολλές περιπτώσεις απαντάει στην ανάγκη μιας πολιτικής και ταξικής ταυτότητας των εργαζομένων πολύ καλύτερα απ’ την «πολιτική» που έκαναν τα περασμένα χρόνια, τα κόμματα της αριστεράς.
Μια συνεισφορά για τα μαχητικά συνδικάτα του 21ου αιώνα
Έχουμε γράψει και πει πολλές φορές ότι οι κομμουνιστές μέσα στα συνδικάτα, δεν μπορούν ν’ αρκούνται στην προπαγάνδα και την καταγγελία, αλλά πρέπει να ψάχνουν τρόπους να συνεισφέρουν στην μαζικοποίηση των συνδικάτων, μέσω πολιτικών και θεωρητικών επεξεργασιών, αλλά και μέσω εμπειριών μέσα στο πραγματικό κίνημα. Σ’ αυτά τα χρόνια – για παράδειγμα – αναπτύξαμε μια ανάλυση για την κατάσταση των μητροπολιτικών περιοχών, ως πολιτικός χώρος μέσα στον οποίο, η ποιότητα και η ποσότητα των ταξικών αντιθέσεων – ειδικά μετά από δεκαετίες μεγάλων αναδιαρθρώσεων – καταλήγουν σε μια σύνθεση, που μέχρι χτες ήταν εξασφαλισμένη από μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα.
Η αυξανόμενη διάλυση της σύνθεσης της τάξης αποκτά νέα και μεγαλύτερη σημασία, όσο αφορά τον κοινωνικό μισθό, δηλαδή αυτό το σύμπλεγμα υπηρεσιών, αντιθέσεων, αναγκών, όπου ο χρηματικός μισθός και η σταθερή σχέση με τον τόπο δουλειάς δεν είναι τόσο εξασφαλισμένα όσο παλιά. Οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι νέοι εργαζόμενοι της ελαστικότητας και οι ανάγκες τους, δεν βρίσκουν πια στον τόπο δουλειάς ή στην φιλοσοφία της δουλειάς, ένα χώρο έκφρασης της δικιάς τους ταξικής ταυτότητας. Η ανασύσταση αυτής της διαλυμένης κοινωνικής ταυτότητας μπορεί να επέλθει, μόνο μέσα από τη δράση ενός «συνδικάτου», που θα είναι ικανό να οργανώσει, να κατευθύνει και να δώσει ταυτότητα σ’ ένα είδος κοινωνικής διεκδίκησης που θα φτάνει ως τη δουλειά ή θα αντικαθιστά αυτή τη διεκδίκηση αν ο σκοπός της έχει επιτευχθεί. Η κοινωνική διεκδίκηση στο δικαίωμα για κατοικία, ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής, για σημαντικές κοινωνικές υπηρεσίες, μπορεί ν’ ανοίξει ένα δρόμο κοινωνικής επικοινωνίας και οργάνωσης ολόκληρων κομματιών της τάξης, που είναι σήμερα τελείως απομονωμένοι εξαιτίας της αποδόμησης της αγοράς εργασίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους και στη βάση αυτής της ανάλυσης, στο επίπεδο της πραγματικής οργάνωσης του κοινωνικού μπλοκ, αυξάνεται το ενδιαφέρον για πειραματισμό πάνω σε μια ιδέα ενός «μητροπολιτικού συνδικάτου» που ενισχύει τη δυνατότητα ανασύνθεσης ενός μητροπολιτικού προλεταριάτου. Το προλεταριάτο αυτό είναι σίγουρα συνδεδεμένο – αν και με διαφορετικούς όρους – στον παραδοσιακό τρόπο εργασίας που γνωρίσαμε και μέσα στον οποίο παλέψαμε αυτές τις δεκαετίες. Ένα άλλο θέμα στο οποίο θα χρειαστεί όλοι να κριθούμε και πολιτικά να αναμετρηθούμε, στα πλαίσια της νέας κατάστασης της ταξικής σύγκρουσης, είναι αυτό που αφορά την είσοδο των μεταναστών στην «νόμιμη» και «παράνομη» εργασία. Αυτή η κατάσταση, η οποία πλέον έχει θεμελιωθεί και βάσει αριθμών, εκτός απ’ το να είναι γεγονός σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, θέτει στους κομμουνιστές μια θεωρητική και πρακτική πρόκληση. Η αναγκαία δράση για την ανασυγκρότηση των διαφορετικών τμημάτων του σύγχρονου προλεταριάτου (χαρακτηριστικά που έχουν οξυνθεί όχι αποκλειστικά λόγω της κρίσης, αλλά κι από τις επιθετικές και ληστρικές πολιτικές του νεοαποικισμού της Δύσης) – ξεπερνώντας τον ρατσισμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εκμεταλλευόμενων – γίνεται μια πολιτική δοκιμασία αντοχής – και στο πεδίο της άμεσης ταξικής σύγκρουσης – της αυξανόμενης έντασης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το σκοπό παλεύουμε και εναποθέτουμε όλες τις προσπάθειες για μια ενωτική οργάνωση μεταξύ «λευκών» και «έγχρωμων» εργαζομένων. Είμαστε αντίθετοι λοιπόν, σε κάθε μέτρο ρατσιστικής διαφοροποίησης πάνω στον τρόπο εργασίας ή στον μισθό.
Το συνδικάτο ως πυξίδα των εργατών
Έχουν γίνει σημαντικά βήματα σε γενικό πολιτικό επίπεδο (κι όχι μόνο σε διεκδικητικό επίπεδο) που έδειξαν την αναγκαιότητα της ύπαρξης των συνδικάτων βάσης και την ικανότητά τους να δρουν ανεξάρτητα. Ο συνδικαλισμός βάσης, μάλιστα, έκανε εφικτό το 1999 (με την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία) και το 2003 (με την επίθεση στο Ιράκ) να καλεστούν γενικές απεργίες των εργαζομένων, ενάντια στον πόλεμο. Το ίδιο ακριβώς έγινε και σ’ άλλες σημαντικές πολιτικές στιγμές της χώρας μας, όπως στη Γένοβα τον Ιούλιο του 2001, ενάντια στην καταστολή του λαϊκού κινήματος στην Val di Susa το 2005 και στην Βιτσέντσα το 2006 ενάντια στην κυβερνητική απόφαση να φτιάξει νέα στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Dal Molin.
Στον αντίποδα, τα υποταγμένα συνδικάτα Cgil–Cisl–Uil δεν κάλεσαν ποτέ απεργίες ενάντια στον πόλεμο (μάλιστα για την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία συμφώνησαν μαζί με «την κυβερνητική αριστερά» του τότε αρχηγού Ντ’ Αλέμα) και ακόμα και τα πιο προοδευτικά ρεύματα στα επίσημα συνδικάτα δεν μπόρεσαν ποτέ να καλέσουν απεργία όταν το απαιτούσε η πολιτική συγκυρία, αφού δεν είχαν συγκεκριμένες δομές, που θα τους επέτρεπαν να δράσουν ανεξάρτητα και αυτόνομα.
Αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια γίνονται ακόμα περισσότερο αντιληπτά, όταν, μετά την υπογραφή των συνδικάτων Cgil–Cisl–Uil για τη διάταξη της 26ης Ιουλίου για την Πρόνοια, της κυβέρνησης Πρόντι, οι ίδιοι αγωνιστές που διαφωνούσαν δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν καν τη διαφωνία τους ανοιχτά, αφού αποτράπηκαν – πολιτικά και οργανωτικά – από τις γραφειοκρατικές πολιτικές του υποταγμένου συνδικαλισμού.
Το συνδικάτο/πυξίδα (το οποίο θα προσαρμόζεται και θα παρεμβαίνει σε πολλούς τόπους εργασίας και με μαχητικούς τρόπους) παραμένει ένα μέσο οργάνωσης και σημαντικής σύνδεσης μεταξύ των κομμουνιστών και των εργαζομένων, ειδικά αν – ακόμα και σε συνθήκες βαθιάς διαλυτοποίησης της τάξης όπως αυτή σήμερα – συνεισφέρει στην απόκτηση ή ανάκτηση μιας ταξικής ταυτότητας και δεν αρκείται στο να έχει στόχους καθαρά οικονομικούς για τους εργαζόμενους.
Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων – οι οποίες μας έκαναν πολλές φορές να διαφωνούμε και να συζητάμε με άλλους συντρόφους στην Ιταλία, αλλά και σε διεθνές επίπεδο – το Δίκτυο των Κομμουνιστών (Rete dei Comunisti) σκοπεύει να συνεισφέρει στη θεμελίωση του ανεξάρτητου συνδικαλισμού βάσης και σε κάθε πρωτοβουλία που θα τεθεί στην κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός πλατιού και ενωτικού αντικαπιταλιστικού μετώπου στη χώρα μας.
ΣτΜ: 1Cub – Επιτροπές Βάσης
2Cobas – Συνομοσπονδίας Επιτροπών Βάσης
3SdL – Συνδικάτο Εργαζομένων όλων των κατηγοριών
4Patto di Consultazione – Συμφωνία Μόνιμων Συνομιλιών – Τα συνδικάτα βάσης υπέγραψαν τον Σεπτέμβρη του 2008 μια συμφωνία «μόνιμων» συνομιλιών και συζητήσεων, με σκοπό να συντονίζουν δράσεις και πρωτοβουλίες για το κίνημα