Αναζητώντας τον Προυστ – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Ο Μιχάλης Κωνσταντής είναι ένας ακούραστος εραστής της λογοτεχνίας, με διαύγεια σκέψης και ευθεία κριτική ματιά.

Ο Μαρσέλ Προυστ εκ Παρισίων ορμώμενος, ήταν ένας Γάλλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Οι δυο τους συναντιούνται στην κάτωθι παρουσίαση στο αριστούργημα του Προυστ “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Ο Μιχάλης αναζητά με τη σειρά του και μας παραδίδει τα αποτελέσματα της έρευνας για το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Προυστ, στο οποίο διαφαίνονται έντονα οι κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου και αποτέλεσε ορόσημο όχι μόνο για τη δική του συγγραφική πορεία, αλλά και πηγή έμπνευσης πολλών συγγραφέων, κριτικών και ερευνητών.

Οι κριτικές που έχουν γραφτεί για αυτό το τεράστιο έργο είναι χιλιάδες και θα περίμενε κανείς ότι δεν έχει απομείνει κάτι καινούργιο να προσθέσει κάποιος. Και όμως, ο Μιχάλης με την καταπληκτική πένα του και τη διαύγεια της ανάλυσής του, μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στον κόσμο ενός από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα και μας προτρέπει να βυθιστούμε και εμείς στην απόλαυσή του:

.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΡΟΥΣΤ

«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: με παίρνει ο ύπνος… ». Έτσι ξεκινά το επικό έργο του Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», καθώς ο σημαντικότερος μεταφραστής στα ελληνικά, (του ογκώδους έργου που υπερβαίνει τις 3.000 σελίδες), Παύλος Ζάννας, θέλησε να τιμήσει τον Γιώργο Σεφέρη, αφήνοντας την πρώτη πρόταση όπως ακριβώς την απέδωσε στο δικό του ημιτελές μεταφραστικό εγχείρημα, ο Νομπελίστας ποιητής μας.

Ο Μαρσέλ Προυστ ταύτισε τη ζωή του με το έργο του, ενώ από το μέσα του 1890 άρχισε να προετοιμάζεται για το μεγαλύτερο ίσως μυθιστόρημα του 20ου αιώνα. Όταν ήταν τριάντα χρονών έβαλε τα θεμέλια της θεωρητικής βάσης του μελλοντικού του μυθιστορήματος, με το «Ενάντια στον Σαιντ Μπεβ» που έλεγε ότι η τέχνη του μυθιστοριογράφου θα έπρεπε να οδηγεί στην αποκάλυψη του παρελθόντος του ήρωα-συγγραφέα και του κρυμμένου του εαυτού. Αρκετά στοιχεία του «Αναζητώντας» θα βρεθούν και στο αμέσως επόμενο έργο του, το «Ζαν Σαντέιγ».

Ύστερα από μια περίοδο έντονης κοσμικής ζωής στα σαλόνια του Παρισίων, απομονώθηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» από το 1909-1912 και από τότε το διόρθωνε συνεχώς και το επέκτεινε φθάνοντας στους επτά τόμους, τους ακόλουθους: «Από τη μεριά του Σουάν», «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», «Η μεριά του Γκερμάντ», «Σόδομα και Γόμορρα», «Η φυλακισμένη», «Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν» και «Ο ξανακερδισμένος χρόνος». Όταν εμφανίσθηκε ο πρώτος τόμος το 1913 δεν έτυχε κάποιας ενθουσιώδους υποδοχής. Ο δεύτερος τόμος το 1919 κέρδισε το Βραβείο Γκονκούρ. Ακολούθησαν και οι άλλοι τόμοι όμως ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει και τους τελευταίους τυπωμένους, αφού πέθανε πολύ νέος από πνευμονία. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1927 με την έκδοση του έβδομου τόμου, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του.

Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι το εμβληματικό έργο που συνδέει το κλασσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα με τον μοντερνισμό του 20ου. Κυρίαρχος ρόλος στο έργο είναι το αφηγηματικό «εγώ». Ο αφηγητής ήρωας αναρωτιέται ποιος είναι και πού βρίσκεται, καθώς αφυπνίζεται με κόπο. Προσπαθεί να αναπλάσει τη ζωή του με την ανάμνηση δωματίων και σπιτιών που γνώρισε παλαιότερα. Απελευθερώνονται τότε αθέλητα οι πιο κρυφές αναμνήσεις του, που ζωντανεύουν μια ζωή απλή, κοινή, γεμάτη όμως προσωπικά δράματα. Προσμονές και απογοητεύσεις: λατρεία και στέρηση της μητέρας, παρουσία και αργότερα θάνατος της γιαγιάς, ανακάλυψη του έρωτα, της ζήλιας, της απουσίας και της εξαφάνισης του αγαπημένου προσώπου, γνωριμίες με τους κόσμους της Τέχνης, της αριστοκρατίας. Διαστροφές, σνομπισμός και κοσμικότητα, αλλά και λύτρωση μέσα από την Τέχνη. Η αισθητική θλίψη, η ειρωνεία και το κωμικοτραγικό στοιχείο, ενίοτε, μαζί και ταυτοχρόνως.

Ο αφηγητής θέλει να γίνει συγγραφέας και αναβάλλει συνεχώς το γράψιμο, αναζητώντας το θέμα του βιβλίου που θα γράψει. Το ανακαλύπτει στο τέλος της αφήγησης μέσα από τις αναμνήσεις που τη συνθέτουν. Κι έτσι η αναζήτηση ταυτίζεται με τη γραφή του βιβλίου: ο χαμένος χρόνος ξανακερδίζεται. Η τεράστια αυτή σύνθεση που καλύπτει την πολιτική και κοινωνική ζωή της Γαλλίας από το 1870 ως το 1922 περίπου, έχει όλα τα στοιχεία μια μυθιστορηματικής βιογραφίας αλλά υποτάσσεται σε μια αυστηρά αφηγηματική τεχνική και ένα ύφος που, στον Προυστ, ορίζεται από τη χρήση της μεταφοράς. Το έργο του Γάλλου μυθιστοριογράφου σχολιάζεται καθώς γεννιέται. Γιατί είναι μαζί αυτοβιογραφία, μυθιστόρημα, δοκίμιο. Το έργο του έχει προκαλέσει ένα τεράστιο αριθμό από αναλυτικές εργασίες και συνθετικές μελέτες επιβεβαιώνοντας έτσι τη σημασία ενός μυθιστορήματος που μπορεί να θεωρηθεί το πιο σημαντικό του αιώνα.

Ο Μαρσέλ Προυστ αρχικά αφηγείται το πώς περνούσε ως παιδί στην εξοχική κατοικία της οικογένειας του στο μυθιστορηματικό Κομπραί. Μας μιλά για την προσκόλληση στη μητέρα του και το πόσο αποζητούσε το βραδινό αποχαιρετιστήριο φιλί της, που κάποτε-κάποτε το έχανε γιατί τους επισκεπτόταν ο κύριος Σουάν. Και έπειτα με αφορμή μια μνήμη που ξύπνησε γιατί βούτηξε ένα γλύκισμα σε ένα τίλιο, μας μιλά για την θεία του Λεονί, μια γυναίκα που επέλεξε να μην ξαναβγεί από το δωμάτιο της και την πιστή της υπηρέτρια Φρανσουάζ.

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε τον κύριο Σουάν στον έρωτα του για μια γυναίκα ολίγον ελαφρών ηθών, την Οντέτ, που συχνάζει στο σαλόνι των Βεντυρέν, το οποίο είναι πολύ κατώτερο του επιπέδου του, και όμως αυτός αποζητά απεγνωσμένα την συντροφιά τους, γιατί ο έρωτάς του είναι στηριγμένος σε ένα κράμα από ζήλια, αποστροφή και επιθυμία. Στο τρίτο μέρος, ο αφηγητής δεν είναι πλέον παιδί και μας αφηγείται τη σχέση του με την Ζιλμπερτίν Σουάν, την κόρη του Σουάν και της Οντέτ. Αν και φαινομενικά το βιβλίο αποτελείται από αναμνήσεις «ατάκτως ερριμμένες», διεξοδικά αναλυμένες και πιθανώς άσχετες μεταξύ τους, η δύναμη της αφήγησης είναι τέτοια που σε βάζει απευθείας στην κάθε ιστορία, σε κάνει μέτοχο της κάθε μιας πράξης. Η γραφή είναι συναρπαστική, υποβάλλει έναν σχετικά αργό ρυθμό ανάγνωσης, συχνά είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς πάνω από είκοσι, τριάντα σελίδες γιατί εκεί που είναι γλυκά αποκοιμισμένος με τις λεπτομέρειες της κοσμικής ζωής στο Παρίσι του προσφέρεται αναπάντεχα, ίσως και στην ίδια πρόταση ένα κομμάτι από τη σοφία της ζωής.

Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι το ωραιότερο βιβλίο ζωής, το σπουδαιότερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ. Και είναι κάτι πολύ περισσότερο από μυθιστόρημα, καθώς αποτελεί την επιτομή όλων των Τεχνών. Το μυστικό της απρόσκοπτης ανάγνωσής του είναι να πάει κανείς αμέσως, όσο είναι ζεστός, στον επόμενο τόμο, για να μη χάνει την επαφή του με τη γοητευτική ατμόσφαιρα του Προυστ. Ο «Ίσκιος των Ανθισμένων Κοριτσιών» με τις διακοπές στο Κομπραί, τότε που ο Μαρσέλ Προυστ αρχίζει να καταλαβαίνει το νόημα της πραγματικής ζωής, αλλά αρνείται να αποδεχθεί, προτιμώντας να βυθίζεται στο όνειρο του έρωτα (Αλμπερτίν) και της Τέχνης.

Η «Φυλακισμένη» φανερώνει πια τον ώριμο βασανιστικό ψυχαναγκαστικό έρωτα που διαλύει κυριολεκτικά την Αλμπερτίν αλλά και τον αφηγητή. Ακολουθεί η «Δραπέτισσα» με την κάθαρση στην Βενετία και την ανάλυση του έρωτά του σε βαθμό εξάντλησης. Και το υπέροχο φινάλε με μια αναπάντεχη αποκάλυψη αποτελεί το μεγάλο κατόρθωμα του Προυστ: ο «Ξανακερδισμένος χρόνος». Μια αναπαράσταση όμως περασμένη από τα φίλτρα της τέχνης, καθώς αποκαλύπτεται το μεγαλείο της σύνθεσης. Όπως πιο πριν όταν θα αποκαλυφθούν πως οι δυο αντίθετες βόλτες του Κομπραί, (η μεριά του Σουάν και των Γκερμάντ), ενώνονταν. Μα αυτή είναι και η ουσία του έργου, καθώς τοποθετεί τους ήρωες του μέσα σε διαφορετικά σημεία στο χρόνο για να κατανοήσουμε την αλλαγή που επέρχεται.

Η επίδραση του Προυστ ήταν σχεδόν καταλυτική σε κάθε γνωστικό πεδίο. Διάφοροι ψυχαναλυτές έχουν ανακαλύψει όψιμα φροϋδικές αναπτύξεις των επί μέρους ιστοριών που συνθέτουν το «Αναζητώντας», αλλά ούτε ο Φρόιντ ούτε ο Προυστ είχαν διαβάσει ο ένας το έργο του άλλου. Οι λεπτομέρειες κάποιων αφηγήσεων είναι οι ξεχωριστές ματιές του ίδιου του Προυστ μέσα στην πορεία του χρόνου. Είναι ένας ύμνος στη δυνατότητα των ανθρώπων για αλλαγή. Όλοι οι άνθρωποι είναι άξιοι σεβασμού, ακόμα και η Φρανσουάζ, η “αμόρφωτη”, η οποία όμως του είναι απολύτως απαραίτητη. Ακόμη και η Οντέντ, μια κοκότα που κατάφερε να αλλάξει τη ζωή του Σουάν, ενός ανθρώπου που άρχισε να βλέπει την ουσία των πραγμάτων, την αξία της μουσικής και των πινάκων του μόνον αφότου τη γνώρισε.

Κοσμολογικό ποίημα, Δαντικό και Σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» θεωρώντας το ως μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του», αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία συγγένεια με τον Προυστ, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού.

Οι έπαινοι αποκτούν πρόσθετη σημασία όχι μόνο όταν προέρχονται από τους κορυφαίους αλλά και όταν δεν υπάρχουν ενστάσεις σχεδόν ούτε για τα επί μέρους. Ακόμη και ο εξαιρετικά αυστηρός και συχνά ιδιότροπος στις κρίσεις του Ναμπόκοφ, ο οποίος δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αναστήματα όπως του Μπαλζάκ ή του Ντοστογέφσκι, μόνο ύμνους είχε για τον Προυστ. Ο Ζαν Ζενέ, όταν ήταν φυλακισμένος και έπεσε στα χέρια του ο πρώτος τόμος του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», αποφάσισε μετά την ανάγνωσή του να γίνει ένα είδος Προυστ της υποκοινωνίας και έτσι έγραψε το μυθιστόρημά του «Η Παναγία των λουλουδιών». Και «έπεσε στα χέρια του» γιατί ήταν ένα βιβλίο που κανένας άλλος φυλακισμένος δεν ήθελε να δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής.

Το σπίτι του Προυστ στο Παρίσι

Πραγματικά το αριστούργημα αυτό στην αρχή δεν είχε την υποδοχή που του άξιζε. Αρκετοί εκδότες απέρριψαν τον πρώτο τόμο. Ανάμεσά τους και ο νέος σχετικά -αλλά ήδη με μεγάλο κύρος- οίκος της Nouvelle Revue Francaise, ο οποίος ανέθεσε στον Ζιντ να το διαβάσει και να αποφανθεί. Ο τελευταίος το βρήκε επιφανειακό και τον απέρριψε, για να μετανιώσει αργότερα και να ομολογήσει ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της ζωής του. Ο Προυστ ανέθεσε την έκδοση του πρώτου τόμου στον «οίκο Γκρασέ» και πλήρωσε ο ίδιος τα έξοδα της εκτύπωσης. Και όταν λίγο αργότερα ήλθε η επιτυχία, εκείνος παρέμεινε πιστός στον Γκρασέ και απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις άλλων εκδοτών (ανάμεσά τους και του Γκαλιμάρ).

Κανένα έργο δεν κατάφερε να μας δώσει την ποιητική του χρόνου, η οποία μέσω της περίπλοκης και διαβρωτικής γραφής του Προυστ μεταμορφώνεται σε ποιητική της ίδιας της ζωής. Ο Μαρσέλ Προυστ δε διστάζει να μιλήσει για σχέσεις ομοφυλοφιλικές (ήταν και ο ίδιος ομοφυλόφιλος χωρίς να το λέει), να μιλήσει για κοκότες σαν να ήταν κυρίες, και για κυρίες ωσάν να ήταν αγίες. Να δώσει το πλαίσιο της ζωής του σαν μια ιστορία που θα μπορούσε να ειπωθεί, ενώ κανείς άλλος δεν θα τολμούσε να το κάνει, καθώς θα έμοιαζε με αδιάφορο προσωπικό ημερολόγιο. Άλλωστε η ρήση πως “έργα σαν το “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο” περιόρισαν αισθητά τα όρια του ανείπωτου” δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Όπως και η βεβαιότητα του υπογράφοντος, πως ποτέ στο ορατό μέλλον δεν θα γραφεί κάποιο μυθιστόρημα που θα μπορεί να αναμετρηθεί μαζί του.

Μιχάλης Κωνσταντής