1

Οι προγραμματισμένες αυξήσεις στις συντάξεις για το 2023

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Από τον Ιανουάριο του 2023 θα υπάρξουν προγραμματισμένες αυξήσεις στις συντάξεις των συναδέλφων της Ιονικής. Αυτές θα προέρχονται είτε από τον επανυπολογισμό των συντάξεων βάσει του Νόμου 4387/2016 (ο λεγόμενος Νόμος Κατρούγκαλου) λόγω του αυξημένου ποσοστού αναπλήρωσης που υπολογίστηκε για τους προερχόμενους από την Ιονική, είτε από τον επανυπολογισμό λόγω των αυξημένων ποσοστών αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, είτε, τέλος, από τις αυξήσεις που προβλέπει ο Νόμους Κατρούγκαλου από το 2023 και τις οποίες ανακοίνωσε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.


Αναλυτικά :

– Όπως γνωρίζετε, μετά από τις ενέργειες της ΙΟΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ και το υπόμνημα Κουτρουμάνη – Αλεξόπουλου που έγινε αποδεκτό από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και τις αρμόδιες υπηρεσίες, στους προερχόμενους από την Ιονική συνυπολογίστηκε αυξημένο ποσοστό αναπλήρωσης με βάση το νόμο Κατρούγκαλου (λόγω των αυξημένων εισφορών που καταβάλλαμε όσο ήμασταν στην Ιονική Τράπεζα), με αποτέλεσμα τις αυξήσεις στις συντάξεις μας από τον Ιανουάριο του 2019.

Αυτή η αύξηση αποδίδεται σε 5 δόσεις, με την κάθε δόση αύξησης να προστίθεται τον Ιανουάριο κάθε νέου έτους (και να συνεχίζει να αποδίδεται κάθε μήνα στη συνέχεια). Συνεπώς, τον Ιανουάριο του 2023 θα αποδοθεί και η πέμπτη (και τελευταία) δόση αυτής της αύξησης.

 

– Σύμφωνα με το νόμο 4670/2020 αυξήθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους συνταξιούχους είχαν περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, από τα οποία βεβαίως επωφελήθηκαν και οι συνταξιούχοι συνάδελφοί μας που είχαν συμπληρωμένο τον απαραίτητο ασφαλιστικό χρόνο. Οι αυξήσεις στις συντάξεις που προέκυψαν επίσης αποφασίστηκε να καταβληθούν σε 5 δόσεις και τον Ιανουάριο του 2023 θα αποδοθεί η τέταρτη (προτελευταία) δόση αυτής της αύξησης (που επίσης θα συνεχιστεί να καταβάλλεται και τους επόμενους μήνες).

 

– Τέλος, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανακοίνωσε αυξήσεις στις συντάξεις για το 2023, όπως προβλέπει ο Νόμος Κατρούγκαλου και η οποία συνδέεται με τον τιμάριθμο και την ανάπτυξη.

Ο κ. Χατζηδάκης διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με το νόμο, το συνολικό ποσό της σύνταξης αναπροσαρμόζεται βάσει του μέσου όρου ανάπτυξης της οικονομίας και πληθωρισμού. «Αυτό επί της αρχής συμπαρασύρει, τόσο τις εθνικές, όσο και τις ανταποδοτικές συντάξεις, ωστόσο όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο που θα εφαρμοστεί η αύξηση αυτή, θα περιληφθούν, όπως ορίζεται, σε κοινή απόφαση των υπουργών Εργασίας και Οικονομικών».

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Υπουργού, οι (μόνιμες) αυξήσεις θα δοθούν σε όλους ανεξαιρέτως τους συνταξιούχους (ανεξαρτήτως θετικής ή αρνητικής προσωπικής διαφοράς – εμείς της Ιονικής έχουμε αρνητική προσωπική διαφορά ούτως ή άλλως) ή ύψους σύνταξης (οι μόνοι που δε θα επωφεληθούν θα είναι όσοι πιάνουν το ανώτατο πλαφόν σύνταξης – εκτός βέβαια αν αυτό αυξηθεί) και με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, θα πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό. Ωστόσο, αυτό θα το ξέρουμε το επόμενο διάστημα, όταν ολοκληρωθούν τα στοιχεία και υπάρξουν επίσημες ανακοινώσεις από το Υπουργείο.


Σε κάθε περίπτωση, να παραμένετε συντονισμένοι στην ιστοσελίδα μας ώστε να λαμβάνετε άμεση και έγκυρη ενημέρωση για αυτό και όλα τα θέματα που αφορούν το χώρο της Ιονικής.




Στηρίζουμε την Τράπεζα Αίματος της Ιονικής! ΔΙΝΟΥΜΕ ΑΙΜΑ – ΔΙΝΟΥΜΕ ΖΩΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ!

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι από εσάς παραθερίζετε αυτήν την περίοδο σε κάποιο εξοχικό μέρος, αφού οι περισσότερες δραστηριότητες της καθημερινότητας έχουν σταματήσει…

Όχι όμως όλες…

Η ανάγκη για αίμα δε σταματά ποτέ και μάλιστα σας πληροφορούμε ότι εν μέσω Αυγούστου χρειάστηκε να βοηθήσουμε συναδέλφους μας που χρειάστηκαν αίμα.

Για αυτό σας προτρέπουμε να μην ξεχνάτε την Τράπεζα Αίματος της Ιονικής, όπου κι αν βρίσκεστε. Δώστε λίγο από… το αίμα και το χρόνο σας για να συνδράμετε σε αυτήν τη σημαντική δράση των συλλόγων μας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στις ανάγκες αίματος των συναδέλφων και των οικείων τους προσώπων.

Μην ξεχνάτε ότι έχετε τη δυνατότητα να δίνετε αίμα υπέρ της Τράπεζας Αίματος της Ιονικής, σε όλη την Ελλάδα.

Οι εθελοντές μας και όσοι έχουν τη δυνατότητα να δώσουν αίμα μπορούν να πηγαίνουν ανά πάσα στιγμή στα Κέντρα Αιμοδοσίας που βρίσκονται στη λίστα (βλ. εδώ). Ο αιμοδότης δηλώνει απλά ότι το αίμα προσφέρεται για την Τράπεζα Αίματος της Ιονικής και συγκεκριμένα αναφέροντας τον αριθμό “13451” που είναι ουσιαστικά η ταυτότητά μας στο Εθνικό Μητρώο Αιμοδοσίας.

Άλλωστε μόλις τελειώσει το καλοκαίρι και αρχίσουμε να μπαίνουμε ξανά σε ρυθμούς κανονικότητας, θα διοργανώσουμε και μία δεύτερη ανοιχτή εθελοντική αιμοδοσία, για την οποία βεβαίως θα ενημερωθείτε έγκαιρα από την ιστοσελίδα, την εφημερίδα και την Επιτροπή Αιμοδοσίας των Συλλόγων μας.

 

 




Σε πολλούς συνταξιούχους συναδέλφους που συνταξιοδοτήθηκαν μέσω πρώην ΙΚΑ (και όχι ΤΑΠΙΛΤ) δεν έχουν συνυπολογιστεί τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης που δικαιούμαστε οι προερχόμενοι από την Ιονική 

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Εδώ και κάποιους μήνες οι ασφαλιστικοί μας σύμβουλοι έχουν εντοπίσει μία πολύ σοβαρή υπόθεση που αφορά συναδέλφους μας που συνταξιοδοτούνται μέσω του πρώην ΙΚΑ – νυν e-ΕΦΚΑ (όχι μέσω του ΤΑΠΙΛΤ δηλαδή).

Μέσα από τη συνεχή επικοινωνία με τους συναδέλφους μας, οι έμπειροι ασφαλιστικοί μας σύμβουλοι συνειδητοποίησαν εξετάζοντας και αναλύοντας τις συνταξιοδοτικές αποφάσεις και τα ενημερωτικά σημειώματα των εν λόγων συναδέλφων, ότι σε πολλούς από αυτούς δε συνυπολογίζεται το αυξημένο ποσοστό αναπλήρωσης που αφορά τα ασφαλιστικά χρόνια που πέρασαν στο ΤΑΠΙΛΤ.

Όπως βεβαίως γνωρίζετε όλοι πλέον, επειδή όταν ήμασταν στην Ιονική Τράπεζα καταβάλλαμε υψηλότερο ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών, μετά από ενέργειες της ΙΟΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ και το υπόμνημα Κουτρουμάνη – Αλεξόπουλου, αυτό αναγνωρίστηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ, οδηγώντας (λόγω της ανταποδοτικότητας του νόμου Κατρούγκαλου) σε αυξήσεις των συντάξεων των προερχομένων από την Ιονική συνταξιούχων συναδέλφων.

Το γεγονός λοιπόν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις των συνταξιούχων συναδέλφων που εξέρχονται από το πρώην ΙΚΑ (και όχι το ΤΑΠΙΛΤ) δε συνυπολογίζεται αυτό το αυξημένο ποσοστό αναπλήρωσης, έχει ως συνέπεια να τους υπολογίζεται (αρκετά) χαμηλότερο ποσό σύνταξης από αυτό που δικαιούνται βάσει νόμου!

Μάλιστα στις – αρκετές – περιπτώσεις που εντοπίσαμε και εν συνεχεία καταβάλαμε προσπάθειες να διορθωθεί αυτό το σφάλμα (είτε μέσω ενστάσεων, είτε με άλλους τρόπους), τα αιτήματα αυτά είτε δεν εξετάστηκαν καθόλου, είτε υπήρξε τεράστια καθυστέρηση στην εξέτασή τους, είτε ακόμα χειρότερα απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα οι εν λόγω συνάδελφοι να έχουν μπλέξει σε ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίο προσπαθούν να ξεφύγουν, με τη δική μας συνδρομή βεβαίως. (Ειδικά στις περιπτώσεις που οι συνάδελφοι έλαβαν απορριπτική απάντηση, τους καλούμε να επικοινωνήσουν άμεσα με τους Συλλόγους μας προκειμένου να τους καθοδηγήσουμε στις ενέργειες που θα πρέπει να ακολουθήσουν στη συνέχεια, αφού πιθανώς θα απαιτηθεί η νομική διεκδίκηση του δικαιώματός τους).

Για αυτό, για μία ακόμα φορά, θα σας τονίσουμε, αφενός μεν ότι πριν την κατάθεση του αιτήματός σας για σύνταξη καλό θα είναι να επικοινωνείτε με τους ασφαλιστικούς μας συμβούλους ώστε να εξετάζουν την υπόθεσή σας, αφετέρου δε, όσοι έχετε τη δυνατότητα, να αποχωρείτε από το ΤΑΠΙΛΤ ώστε να αποφεύγετε αυτού του είδους τα (πολύ σημαντικά) προβλήματα.

 




ΤΟ  ΔΑΚΡΥ  ΣΤΟ ΨΩΜΙ – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Οι συστάσεις βεβαίως για τον κ. Στάμο Γαλούνη, πιστεύουμε πλέον ότι είναι περιττές. Ένας ακόμα φίλος της Ιονικής Οικογένειας που τον ευχαριστούμε ιδιαιτέρως που μας έχει δώσει την άδεια να δημοσιεύουμε τα πραγματικά υπέροχα διηγήματά του.

Όπως έχουμε πλέον καταλάβει, μελετώντας σταδιακά το έργο του, πολλά από αυτά αποτυπώνουν σκέψεις και αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και εικόνες από τη ζωή σε παλαιότερα χρόνια στο χωριό του (Αρχοντοχώρι – Ζαβίτσα – Ξηρομέρου Ακαρνανίας). Επίσης, στα διηγήματά του πρωτεύοντα ρόλο έχουν οι γυναίκες που αναδεικνύονται ως πρωταγωνίστριες της ζωής – που δυστυχώς το περιβάλλον της εποχής δεν τους επιφύλαξε την αναγνώριση – και ιδίως το συγκινητικό πρότυπο της μάνας (βλ. εδώ).

Σήμερα, σας παρουσιάζουμε ένα ακόμα διήγημά του με επίκεντρο τη μονάκριβη, πολυαγαπημένη, αλλά και πολύπαθη φιγούρα της μάνας, της οποίας το δάκρυ βυθίστηκε στο ζυμωμένο ψωμί, όπως βυθίστηκαν βαθιά μέσα μας και οι αράδες του κ. Γαλούνη και μας έκαναν να πλημμυρίσουμε από συναισθήματα…


ΤΟ  ΔΑΚΡΥ  ΣΤΟ ΨΩΜΙ

–Τήν μέρα που κοινώνησε  ψωμί ζυμωμένο με τα δάκρυα της μάνας, ψήλωσε τού αγοριού ο νούς καί κόντυνε ο εγωισμός του, άλλαξε εντός του ο ρυθμός τού κόσμου, έχτισε τον συναισθηματικό εαυτό του με θεμέλια  κόρας απ΄εκείνο το ψωμί.

Ύψωσε προστατευτικά οχυρώματα ασφάλειας τού ψυχισμού του καί αργότερα ώριμος άνδρας   με σύνθετη πλέον σκέψη καί κατάλληλα διανοητικά ενσυναίσθησης εργαλεία, κατέφευγε σε εκείνες τις γεύσεις/εικόνες, για νάβρει ψυχοπνευματική σταθερότητα  καί δίκαιο λογισμό, όταν στις δίνες τού βίου του, καιγόταν ο εσωτερικός θερμοστάτης του.—-

Απόβραδο Σαββάτου, μήνας Αλωνάρης (Ιούλιος) σε χωροχρόνο άλλης  εποχής, –πενήντα χρόνια πίσω- σε τόπο άνυδρο, τραχύ, λιθαρένιο καί σκληρό, αλλά μαζί κι αγαπημένο, επιστρέφει ο 10χρονος μικρούλης με  τα κοντά παντελονάκια ,τά αδύνατα ποδαράκια  καί τα πεταχτά αυτιά, απ την αλάνα της γειτονιάς, στο πατρικό πέτρινο σπίτι, λουσμένος με ιδρώτα, χώματα, αθανασία κι’ αθωότητα.

—-Είχαν έλθει με τ άλογο το μεσημέρι, στο χωριό , (Αρχοντοχώρι Ακαρνανίας) μάνα καί ο μικρότερος γιός απ το Γαρζένι -μικρό οροπέδιο μία ώρα μακρυά – για να ζυμώσει η μάνα ψωμί για μια βδομάδα καί να αγοράσουν τα απαραίτητα  τρόφιμα κι εφόδια.

Εκεί στην όμορφη ερημιά ζούσε η οικογένεια ( 7 νοματαίοι) τα καλοκαίρια.

Είχαν  κοπάδι πού βοσκούσε  στα γύρω χαμηλά βουνά καί όλοι μικροί -μεγάλοι μοχθούσαν ολημερίς στα χωράφια με τα πολλά σπαρμένα σιτηρά, τα λιγοστά καπνά καί τις νυχτιές κοιμόντουσαν κάτω απ΄την ακρινή μεγάλη βελανιδιά.

Είχε τελειώσει ο κοπιαστικός με δρεπάνια  θερισμός, μαζεύτηκαν τα σιτάρια σε μεγάλες θημωνιές καί περίμεναν μέρα με την μέρα να έρθει η αλωνιστική μηχανή από τόν Αστακό, για να αλωνίσει τα σπαρτά καί να γευτούν των κόπων τους τα αγαθά.——

Πριν προλάβει ο μικρός να ανέβει  τα πέντε σκαλοπάτια τού σπιτιού, ακούει νάρχεται από μέσα ..σιγανός ρυθμικός μελωδικός ήχος ψαλμωδίας, μοιρολογιού καί  θλιβερού τραγουδιού  συνάμα.

Ήταν της μάνας η φωνή, που μοιρολογούσε γιά  την δική της μάνα, που πριν ένα  μήνα είχε περάσει στήν ομίχλη της Αχερουσίας.

Δεν είχε βρεί τόπο, χρόνο καί την αναγκαία μοναξιά, για να  θυμηθεί την κοινή ζωή τους, σε φαρμακωμένους καιρούς .

 Η καλοσυνάτη δοτική γιαγιά, γεννήθηκε, έκανε ένα πέρασμα στην σκηνή της ζωής, έβγαλε την σειρά της, υποκλίθηκε, πέρασε την γραμμή καί χάθηκε στο αιώνιο αναπάντητο.

Μοιρολογούσε η μάνα, γιά την 20χρονη αδελφή της που έφυγε στην γέννα…,για το πατρικό της σπίτι που έβλεπε να καίνε οι Γερμανοί, ….για τον φυλακισμένο αντάρτη αδελφό της, για την εξορία όλης της οικογένειάς της και τραγουδούσε καί για κάποιες σπάνιες ευχάριστες στιγμές.

Σπάραξε η καρδιά τού μικρού, έγιναν κόμπος τα σωθικά του κι έτσι αποφάσισε να περάσει τό κατώφλι… κι είδε τη μάνα γονατισμένη στην μέση τού σπιτιού, μπροστά στην γεμάτη σκαφίδα με αλεύρι, να ζυμώνει με προζύμι το ψωμί της εβδομάδας.

Απότομα σταμάτησε μόλις αντίκρυσε το σπλάχνο της, αλλά πρόλαβε ο μικρός να δει λίγες χρυσωμένες σταλαματιές από δάκρυα, να ρέουν απ τα μάγουλα και να βυθίζονται στο μεταξένιο αλεύρι.

Χρυσώθηκαν τα δάκρυα από κάτι ξεχασμένες ακτίνες τού ήλιου, πριν εκείνος πέσει να κοιμηθεί στο Ιθακήσιο πέλαγος, πέρασαν το δυτικό παραθύρι καί με λυκόφως στόλισαν την μάνα.

–<<Γιέ μου, κάνει πολύ ζέστη, φέρνεις μια βρεγμένη πετσέτα, να μου σκουπίσεις λίγο το πρόσωπο απ τον ιδρώτα, γιατί τα χέρια μου έχουν  ζυμάρια…να μην πέσει στ’ αλεύρι καί λερώσω το ψωμί!—>>>

Η αεικίνητη λιπόσαρκη μάνα, με την ψυχή να την φοράει στο πρόσωπό της, με την αγκαλιά της Παναγιάς, την ματιά αγαθαγγέλου καί τα χίλια χέρια προσφοράς, να κρύβει τα δάκρυα καί να λέει……….. μην λερώσει το ψωμί.

 Τά ΔΑΚΡΥΑ κι ο ιδρώτας της μάνας στόν αιώνα τόν άπαντα ποτέ ΔΕΝ ΛΕΡΏΝΟΥΝ…. Είναι μεταλαβιά νοήματος ζωής καί αγίασμα της ύπαρξης.

      Τά δάκρυα δεν είναι αλατισμένο νερό, λισοζύμη και ηλεκτρολύτες, αλλά υγροποιημένα συναισθήματα καί χυμοί καθάριας πονεμένης ψυχής.

Ο μικρός  πήρε ένα μπικιόνι, έριξε νερό απ την στάμνα σε μια πετσέτα καί απαλά έδιωχνε τον ιδρώτα και δρόσιζε το πρόσωπό Της.

Μές την λάμψη αυτής της οσίας μορφής, είδε ο γιος ραγίσματα, ρυτίδες καί χαραματιές καί σκεπτόταν ποιές απ’αυτές, άραγε είναι δικές του και έγιναν για κείνον.

Γονάτισε κι αυτός μπροστά στη σκαφίδα καί με ένα μαστραπά έριχνε χλιαρό νερό στο ζυμάρι, έκανε παρέα και βοηθούσε  την μάνα στην κοπιαστική αυτή τελετουργία.

Βράδιασε για τα καλά όταν τελειώσανε. Πλάστηκαν έντεκα μεγάλα καρβέλια καί μια κουλούρα (φλαούνα) για τα παιδιά με  τυρί, ρίγανη και λάδι.

Τό πρωί της ζεστής Κυριακής, μετά από ένα ανήσυχο στενάχωρο ύπνο, για την ουσία αξία -γεύση αυτού του ψωμιού- με την πρώτη καμπάνα της εκκλησιάς, σηκώθηκε ο μικρός, έκανε τον σταυρό του καί βοηθούσε  την  μάνα, που ήδη αχάραγα είχε ανάψει με φρύγανα το φούρνο, στην διπλανή αυλή του μπαρπα-Πάνου.

Με λαχτάρα, ανυπομονησία   και σεβασμό ,όταν επιτέλους ψήθηκαν τα ψωμιά, πήρε το πρώτο ζεστό κομμάτι τού καρβελιού, κάθισε κάτω απ την γέρικη αμυγδαλιά καί δοκίμασε ευλαβικά το ψωμί τ΄αγιασμένο απ τα δάκρυά της.

Καί συνέβηκε το θαύμα!, εικόνες μαγικές απ την ζωή της κατέκλυσαν το θυμικό του αγοριού, είδε έγχρωμα καί ζωντανά όσα η μάνα θρηνολογούσε.

Απ εκείνη την στιγμή της ιδιαίτερης αυτής μεταλαβιάς, άλλαξε ο αντιληπτός του κόσμος και στην άγουρη συνείδησή του, αγκυρώθηκε το συναίσθημα καί  θεμελιώθηκε ένας απαραβίαστος κώδικας ανθρώπινων αξιών.

Τό δειλινό- σε πυρωμένο αέρα – φόρτωσαν στο άλογο τα δύο τσουβάλια με τα ψωμιά, δύο σακούλια με τρόφιμα κι ένα πλαστικό δοχείο πετρέλαιο για την λάμπα φωτισμού.

Ο μικρός ανέβηκε με την στήριξη της μάνας στην ράχη του αλόγου,- αφού πρώτα φίλησε το άλογο στο μέτωπο για να τον προσέχει- καί κρατώντας τα γκέμια ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Γαρζένι.

Την επόμενη εβδομάδα του αλωνίσματος του σιταριού, με τίς χρυσαφένιες  θημωνιές ο μικρός συμπεριφερόταν περίεργα και παράξενα.

Πρόσεχε το ψωμί σαν τα αντίδωρα της εκκλησιάς, δεν άφηνε ψίχουλο να πεταχτεί κι αν οι ξένοι αλωνιστές μαστόροι, άφηναν κανένα μικρό κομματάκι, εκείνος μοίραζε τα ψίχουλα  στις γνωστές φιλικές φωλιές των μυρμηγγιών, ανέβαινε στις απιδιές κι άφηνε  λίγη ψίχα για τα πουλιά καί στίς αγριελιές κερνούσε τα τζιτζίκια το  αγιασμένο με κρυφά αφανέρωτα δάκρυα ψωμί, για να τραγουδούν της μάνας τούς κόπους, τους καημούς και τούς αναστεναγμούς.




Η Μάτα Χάρι, η κατάσκοπος- χορεύτρια που «δεν ήξερε να χορεύει», εκτελέστηκε  – μάλλον άδικα – για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών, «σκοτώνοντας» έναν πρόεδρο δημοκρατίας και έναν ταπεινό αξιωματικό

Γεννήθηκε στην Ολλανδία τον Αύγουστο του 1876. Η Margaretha Geertruida Zelle. Και έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η πλέον θρυλική σύγχρονη femme fatale, γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο: Μάτα Χάρι.

Γόνος ευκατάστατης οικογένειας – αρχικά – αφού ο πατέρας της χρεωκόπησε και εν συνεχεία οι γονείς της χώρισαν. Μετά το θάνατο της – πιθανότατα Χαβανέζας – μητέρας της (στην οποία όφειλε και το εξωτικό της χρώμα), έμεινε με τη νονά της και προσπάθησε να σπουδάσει για να ακολουθήσει καριέρα νηπιαγωγού, αλλά την έδιωξαν από τη σχολή όταν την έπιασαν να ερωτοτροπεί με το διευθυντή…

Ακολούθησε ένας γάμος με υψηλόβαθμο, πάμπλουτο και αριστοκρατικής καταγωγής στρατιωτικό που υπηρετούσε στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, τη σημερινή Ινδονησία. Στα 18 της έφυγε μαζί του για την Ιάβα. Απέκτησαν 2 παιδιά μαζί (τα οποία πέθαναν αμφότερα από σύφιλη), αλλά ο γάμος τους μόνο ευτυχισμένος δεν ήταν. Ο Σκωτσέζος σύζυγός της ήταν μέθυσος, βίαιος απέναντί της και επιρρεπής στις ερωτικές ατασθαλίες, ενώ και ο ίδιος δεν άντεχε τη Μάτα Χάρι, ευχόμενος να απαλλαγεί από αυτήν.

Με την επιστροφή της στην Ευρώπη το 1902, αφού χώρισε με το σύζυγό της, αρχίζει η καριέρα της, που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Κατά την παραμονή της στην Ιάβα, πάντως, η ίδια εντρύφησε στον ινδονησιακό πολιτισμό, έγινε μέλος μίας χορευτικής ομάδας και βάφτισε τον εαυτό της Μάτα Χάρι (δηλαδή «μάτι της ημέρας»).

Μόλις χώρισαν, πήγε στο Παρίσι και εμφανίστηκε αρχικά ως “Λαίδη Μακλέοντ” και “πριγκίπισσα της Ιάβα” σε ένα αμφιλεγόμενο καμπαρέ της εποχής. Ο τολμηρός χορός της ήταν ένα μείγμα ανατολίτικων χορών που ενθουσίαζε το κοινό.

Το μεγάλο της ντεμπούτο έγινε στις 13 Μαρτίου του 1905, στο Musée Guimet. Κάτι όχι τυχαίο, καθώς υπήρξε επί χρόνια ερωμένη του βιομήχανου που ίδρυσε το εν λόγω μουσείο. Παρότι η Μάτα Χάρι εκινείτο σε κύκλους της υψηλής κοινωνίας, βέβαια, μία μερίδα του Τύπου της είχε δώσει την περιγραφή «η χορεύτρια που δεν ξέρει να χορεύει», ενώ εθεωρείτο ότι οι θαυμαστές της έλκονταν από τα σωματικά κάλη και όχι από τον χορό της.

Σιγά σιγά μπαίνει στα μεγάλα σαλόνια, αλλά και στις μεγάλες κρεβατοκάμαρες του Παρισιού. Γοητευτική και μυστηριώδης γυναίκα, γίνεται αμέσως έμπιστη συντροφιά πολλών αξιωματικών. Τα μαλακά κρεβάτια στα ξενοδοχεία πολυτελείας του Παρισιού ήταν τα δικά της πεδία των μαχών, όταν οι στρατιώτες σάπιζαν στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανώτατοι στρατιωτικοί και επιφανείς πολιτικοί γονάτιζαν στα πόδια της ιπποτικά τιμώντας τη γοητεία των όπλων της· της εμπιστεύτηκαν μυστικά που εκείνη – λέγεται ότι – τα πουλούσε στους Γάλλους, στους Γερμανούς ή σε αυτόν που πλήρωνε καλύτερα.

Το 1917 όμως η συνοχή του γαλλικού στρατού κλονίζεται από τις λιποταξίες και η Μάτα Χάρι, η πράκτορας με τον κωδικό Η21, θεωρείται ο εχθρός που πρέπει να εξολοθρευτεί.Αν και αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ, μόλις γύρισε στο Παρίσι στις 13 Φεβρουαρίου 1917, οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες τη συλλαμβάνουν στο ξενοδοχείο Ελυζέ με την κατηγορία της κατασκοπείας και τη φυλακίζουν στις γυναικείες φυλακές του Σαιντ Λαζάρ.

Οι Γάλλοι, της φόρτωσαν όλες τις αμαρτίες των αποτυχιών τους… Την κατηγόρησαν ότι είχε «σκοτώσει» με τον τρόπο της 50.000 στρατιώτες…

Ασχέτως της όποιας ενοχής της όσον αφορά την κατηγορία της διπλής πρακτορείας, μετά από έναν καταιγισμό γεγονότων και δολοπλοκιών κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφτασε να ενσαρκώνει λόγω βιογραφίας το τέλειο εξιλαστήριο θύμα. Κι έτσι, ήρθε η καταδίκη και η εκτέλεση.

Η φωτογραφία από τη σύλληψή της

Το 1917 καταδικάστηκε σε θάνατο. Στο εκτελεστικό απόσπασμα, η πιο ποθητή κατάσκοπος του κόσμου, έστειλε λάγνα φιλιά. Οκτώ από τους δώδεκα στρατιώτες αστόχησαν! Εκτελέστηκε ως διπλή πράκτορας και υπεύθυνη για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών. Το σώμα της δεν αναζητήθηκε από κανέναν και γι’ αυτό δόθηκε στους επιστήμονες για σκοπούς ιατρικής έρευνας.

Πριν το θάνατό της είχε υποβάλει αίτηση χάριτος στον πρόεδρο Ρεϊμον Πουανκαρέ, αλλά εκείνος αρνήθηκε να παρέμβει.

Πολλά χρόνια μετά και λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, το 1934, ο Πουανκαρέ, είχε πει σε δικούς του ανθρώπους ότι εκείνο το «όχι» τον κατέτρωγε. Και δεν ήταν ο μόνος που δεν μπόρεσε να την ξεχάσει…

Ο αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος ρώτησε τη Μάτα Χάρι, αν ήθελε να της δέσουν τα μάτια. Εκείνη τον κοίταξε λάγνα και έγνεψε ράθυμα: «όχι». Ο αξιωματικός παραπάτησε, λένε, γυρίζοντας προς το εκτελεστικό απόσπασμα και τα μάτια του δεν ήταν καθαρά και άγρια όπως πριν… Η φωνή που έδωσε τα παραγγέλματα ήταν σπασμένη και λίγο πριν από το «πυρ» κόμπιασε και ξεροκατάπιε αρκετές φορές.

Όταν χρειάστηκε να ολοκληρώσει το έργο των στρατιωτών, ο αξιωματικός, έβγαλε το πιστόλι του, πλησίασε το κεφάλι της Μάτα Χάρι και διαπίστωσε ότι τον κοιτούσε ακόμα… Εκείνο το βλέμμα, που είχε γοητεύσει και τον θάνατο, στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή του! Ο αξιωματικός που της έδωσε τη χαριστική βολή, κάθε βράδυ πίνοντας και μεθώντας ψιθύριζε στους διπλανούς του στα μπαρ του Παρισιού για το αθώο βλέμμα που τον κυνηγούσε τα βράδια.

Αναπαράσταση της εκτέλεσής της από ταινία για τη ζωή της

Υπήρξε ή όχι η Μάτα Χάρι κατάσκοπος και αν ναι υπέρ ποιας χώρας; Μπορεί να ήταν η πράκτορας Η-21 του Βερολίνου μπορεί και όχι. Η δίκη της πάντως χρησιμοποιήθηκε για να ισχυροποιηθεί το εσωτερικό μέτωπο. Οι περισσότεροι από τους εραστές της ήταν στρατιωτικοί και η ίδια είχε πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία, άρα ήταν άριστη επιλογή για τις μυστικές υπηρεσίες, που ανέκαθεν πόνταραν στην αδυναμία των ανδρών, χρησιμοποιώντας όμορφες γυναίκες.Ωστόσο, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι ήταν διπλή κατάσκοπος.Αυτό πάλι θα μπορούσε να αποτελέσει τεκμήριο ότι έκανε πολύ καλά τη δουλειά της και δεν άφησε ίχνη.Σύμφωνα με τους τότε αξιωματικούς, οι πληροφορίες που παρέδιδε ήταν ασήμαντες, αλλά και αυτό είναι σχετικό.

Ο αξιωματικός που πρόσταξε τον θάνατό της πέθαινε κάθε βράδυ… Ολάνθιστος Γκρεμός το σώμα της γυναίκας… Και ποιας γυναίκας; Της Μάτα Χάρι!

 

 




Η ιστορία πίσω από τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη

«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»

 

Μπορεί ο Μίκης Θεοδωράκης να μην είναι πια μαζί μας, αλλά η μουσική του κληρονομιά δε θα σβήσει ποτέ από τη συλλογική μνήμη του λαού μας. Η μουσική και τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να είναι αφορμή για την κοινωνική, πολιτική και πνευματική καλλιέργειά μας.

Οι ιστορίες βεβαίως από τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι ανεξάντλητες. Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε μία που συνέβη πριν ακόμα κι από την εποχή της χούντας και αφορά τη γέννηση του θρυλικού λαϊκού τραγουδιού «Δραπετσώνα», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο ίδιος ο Μίκης είχε πει για τη «Δραπετσώνα» :

«Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το «Mάνα μου και Παναγιά».

Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το «ζευγαρώσουμε» – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45 στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά…

Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την «Kολούμπια» για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία.

Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη «Δραπετσώνα». Έτσι μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Λειβαδίτη και μαζί αποφασίσαμε τότε να βγούμε έξω από τα τείχη της Aθήνας, να πάμε στην επαρχία, όπου το ’61 υπήρχε ακόμη απόλυτος σκοταδισμός – και πολιτικός και, φυσικά, καλλιτεχνικός».

Είναι μία ιδιαιτέρως δύσκολη περίοδος για τη χώρα. Στις αρχές του 1960 οι πληγές του Εμφυλίου είναι ακόμα ανοιχτές και το παρακράτος ετοιμάζει την αντεπίθεσή του… Την ίδια εποχή, οι μεγαλουπόλεις αρχίζουν να αλλάζουν σχεδόν βίαια, με τις πρώτες πολυκατοικίες να ανεγείρονται, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα που βρίσκονταν εκεί. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας. Ο λαός τίθεται στο περιθώριο χάριν ενός υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού…

Και συνεχίζει ο Μίκης :

«Ξεκινήσαμε τις λαϊκές αυτές συναυλίες από την Kαβάλα. Πρώτη φορά ποιητής απήγγειλε ποιήματά του από τις συλλογές του, μπροστά σ’ ένα κοινό που ερχόταν ν’ ακούσει λαϊκή μουσική. Θυμάμαι ότι στους νέους ανθρώπους που έρχονταν, στην Kαβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα, στη Bέροια, στα Tρίκαλα, στη Λάρισα, τους έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ένας ποιητής σηκωνόταν και απήγγελλε αυτή τη μεγάλη ποίηση.

Πραγματικά, εκεί που καθόμασταν με τον Mπιθικώτση και βλέπαμε το κοινό απέναντι, τα μάτια ολωνών είχαν έναν θαυμασμό και μια απεριόριστη ευγνωμοσύνη, για το ότι, επιτέλους, οι ποιητές άρχισαν να πηγαίνουν στην επαρχία και να παρουσιάζουν την ποίησή τους».

 

«Δραπετσώνα»

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός

Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός

Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά

Εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή

Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά

Στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά

Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός

Κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι όταν ερχόταν η βραδιά

Μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

 

 

 




Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις «συνάντησε» τον Αντόνιο Βιβάλντι και μία γυναίκα μοναχή, με αποτέλεσμα το «Χαμόγελο της Τζοκόντα»

Ο Μάνος Χατζιδάκις βρισκόταν στη Νέα Υόρκη το 1963, όταν είδε μια γυναίκα να περπατά απαρατήρητη μέσα στο πλήθος κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης. Το βλέμμα της, η μοναξιά της συγκίνησαν τον συνθέτη που μετουσίωσε αυτή την οπτική του εντύπωση σε μουσική, την οποία στη συνέχεια ηχογράφησε με παραγωγό τον Quincy Jones.


Με τα δικά του λόγια :

“Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που τη σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά. Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω, την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά, απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες ημέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογός της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί”.

«Βρίσκομαι σε μιαν αίθουσα συναυλιών. Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με την φαντασία μου και να σε βλέπω πλάι μου ν’ ακούς μαζί μου μουσική. Όμως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό. Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μη μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε που ‘ρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι αφήνει άδειο το κάθισμά σου. Χαϊδεύω τ’ άδειο κάθισμα που ‘ναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι’ απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια. Εγώ είμαι μόνος, το κάθισμα άδειο κι εσύ δεν υπάρχεις»


Ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις, εμπνεόμενος από αυτήν την τυχαία παρ’ ολίγον συνάντηση με μία άγνωστη γυναίκα και από τον κορυφαίο εκπρόσωπο του ιταλικού Μπαρόκ, τον Αντόνιο Βιβάλντι, δημιούργησε το εμβληματικό έργο του «Χαμόγελο της Τζοκόντα».

Πηγή : tvxs.gr




Μιχάλης Σουγιούλ … «Και την Αγία Γραφή να του δώσεις, θα την μελοποιήσει»

Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες του μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έγραψε περισσότερα από 700 τραγούδια και ήταν ο «πατέρας» της σχολής του «αρχοντορεμπέτικου» που έφερε κοντά την ευρωπαϊκή μουσική και το ρεμπέτικο. Ο Αλέκος Σακελλάριος έλεγε για εκείνον: «Και την Αγία Γραφή να του δώσεις, θα την μελοποιήσει». Ανάμεσα στα πιο γνωστά τραγούδια του συγκαταλέγονται: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας ερχόσουν για λίγο», «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Έγινε γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Σουγιούλ».

Ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1906.

Η οικογένεια Σουγιουλτζόγλου μεταβαίνει στην Αθήνα έξι μήνες περίπου πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ο Μιχάλης έχει αρχίσει ήδη τα μαθήματα μουσικής στη Σμύρνη χωρίς όμως να παίρνει κάποια συστηματική μουσική μόρφωση πέραν των μαθημάτων στο πιάνο.

Η πρώτη ευκαιρία να παρουσιαστεί μπροστά σε κοινό του δίνεται το καλοκαίρι του 1924 στην Τρίπολη όπου παραθερίζει με την οικογένειά του. Οι γονείς του δεν βλέπουν με καλό μάτι την ενασχόλησή του με την μουσική. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Γαλλία για μουσικές σπουδές, ο Σουγιούλ επιστρέφει στην Ελλάδα και αποδέχεται την πρόταση που του γίνεται για να ξαναπαίξει, επαγγελματικά πλέον, στον ίδιο χώρο στην Τρίπολη, αρχικές με το ψευδώνυμο Μικαέλ Ντε Σολέγιο (λόγω φόβου της αντίδρασης των γονιών του). Το καλοκαίρι του 1925 δημιουργεί μία τζαζ ορχήστρα και ουσιαστικά αποφασίζει να ασχοληθεί με την μουσική.

Η οικογένειά του υπαναχωρεί και ο Σουγιούλ ξεκινά να εργάζεται σε κέντρα διασκεδάσεως της εποχής. Τα σχόλια που δέχεται είναι πολύ θετικά και το μουσικό μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. Συνεργάζεται με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής. Συγχρόνως ξεκινά και την καριέρα του ως συνθέτης και κάποια από τα τραγούδια του δισκογραφούνται. Πιστός στο «ευρωπαϊκό τραγούδι» (όπως ονομαζόταν η ελαφρά μουσική της εποχής) τα πρώτα χρόνια της συνθετικής του καριέρας, ο Σουγιούλ έγραψε πολλές επιτυχίες.

Ο καλλιτεχνικός βίος του Σουγιούλ έχει συνδεθεί άρρηκτα και με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλά από τα τραγούδια της εποχής που είχαν διασκευαστεί ειδικά για να τονώσουν το δοκιμαζόμενο ηθικό των Ελλήνων ήταν δικές του συνθέσεις. Το πασίγνωστο τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» σε στίχους Μ. Τραϊφόρου είναι βασισμένο στην μελωδία του τραγουδιού «Ζεχρά» σε μουσική Σουγιούλ και στίχους Αιμ. Σαββίδη, ενώ ο Σουγιούλ έγραψε και πρωτότυπα τραγούδια με αφορμή τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο: «Δύο αγάπες» και το «Μας χωρίζει ο πόλεμος». Παράλληλα, δεν παρέλειπε να ψυχαγωγεί τους στρατευμένους σε φυλάκια και σε συγκεντρώσεις του στρατού.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ο Σουγιούλ καλείται να γράψει τραγούδια για τον κινηματογράφο. Πολλά από τα γνωστότερα τραγούδια που ακούγονται στις ακόμα και σήμερα δημοφιλείς ταινίες της εποχής είναι δικά του, όπως: «Άρχισαν τα όργανα» από την ταινία «Σάντα Τσικίτα», «Άλα» από την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Ο μήνας έχει εννιά ή Μια ζωή την έχουμε» από την ταινία «Το σοφεράκι» και άλλα πολλά. Παράλληλα, ξεκινά και η ενασχόλησή του με τα λεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα».

Ο Σουγιούλ συνεργάστηκε με συνθέτες και τραγουδιστές όπως οι Μ. Χιώτης, Β. Τσιτσάνης, Σ. Μπέλλου, αλλά είναι γεγονός πως ποτέ δεν εγκατέλειψε το μουσικό ιδίωμα που τον καθιέρωσε, τις «ρομάντζες», όπως τις ονόμαζαν τότε, καθώς επίσης και είδη όπως το βαλς και το τανγκό.

Πέθανε από εγκεφαλικό το 1958 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τον γιο του Θάνο που έπεσε θύμα τροχαίου λίγα χρόνια μετά, και τις κόρες του Μαρία, Ηρώ και Αλίκη.

 




Νικηφόρος Βρεττάκος: Ο ποιητής της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης

Την Πρωτοχρονιά του 1912 ήρθε στη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Γεννημένος στις Κροκεές Λακωνίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος πέρασε τα παιδικά του χρόνια πολύ φτωχικά, στο οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα.

Οι αξεπέραστες οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του τον οδήγησαν να μετακομίσει στο σπίτι του θείου του, Νίκου Παντελεάκη, ο οποίος τον στήριξε οικονομικά στις πιο δύσκολες στιγμές του. Τα χρόνια που πέρασε ο Βρεττάκος στο κτήμα, απομονωμένος από τον υλικό πολιτισμό και κοντά στη φύση, έδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα του αλλά και στην ποίησή του.

Μετά το δημοτικό στις Κροκεές ακολούθησε στο Γύθειο το γυμνάσιο, όπου ήταν επίσης μαθητής ο Γιάννης Ρίτσος, με τον οποίο ανέπτυξαν κατά τη διάρκεια της πορείας τους αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση. Το 1929 μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, αλλά οι οικονομικές δυσκολίες τον απομάκρυναν από το Πανεπιστήμιο, αφού αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει.

Η αρχή της αναγνώρισης

Στα τέλη του 1929 συστήθηκε στον ελληνικό, πνευματικό κόσμο με την ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία απέσπασε αμέσως την προσοχή της κριτικής, ενώ το 1932 εκδόθηκε η συλλογή «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων». Ο νεαρός ποιητής κέντρισε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά που ζήτησε δημοσίως να τον γνωρίσει από κοντά.

Τη δεκαετία του ‘30 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές. Άλλωστε οι ιστορικοί τον κατατάσσουν σε εξέχουσα μορφή του πνευματικού ρεύματος της λεγόμενης γενιάς του ’30. Ξεχωρίζουν από αυτήν την περίοδο «Η Επιστολή του Κύκνου» (1937) και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» (1938), με τις οποίες πραγματοποιεί μία στροφή στην ποίησή του και απομακρύνεται από το κλίμα του «καρυωτακισμού». Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και το πρώτο του πεζό, με τίτλο «Το γυμνό παιδί».

Το 1935 παντρεύτηκε με τη φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Ευγενία και τον Κώστα, τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη. Παράλληλα, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε την πολυτέλεια να έχει μία άνετη ζωή και αναγκαζόταν να ασκεί βαριά επαγγέλματα, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγαπημένη του ποίηση. Το 1940 ήρθε η πρώτη διάκριση αφού τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Το μεσουράνημα της φωτιάς».

Προηγουμένως, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ενοχλήθηκε από το έργο του, το οποίο θεωρήθηκε επικίνδυνο και παραπλανητικό για το ολοκληρωτικό καθεστώς.

Πολεμιστής και ποιητής

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης και αργότερα πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Το 1945 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το Υπουργείο Εργασίας, όπου είχε προσληφθεί το 1938, λόγω της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.

Όλη την περίοδο που ο Βρεττάκος υπήρξε στρατιώτης, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει. Οι φρικαλεότητες του πολέμου, οι κακουχίες της Κατοχής και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση διαφαίνονται σε πολλά έργα του, με κύριο εκπρόσωπο το «Αγρίμι».

Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Την ίδια περίοδο ανέλαβε την αρχισυνταξία του λογοτεχνικού περιοδικού της Αριστεράς «Ελεύθερα Γράμματα», αλλά θα απολυθεί και διαγραφεί από το ΚΚΕ, εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» (1949).

Ακολούθησε μία εξαιρετικά γόνιμη πνευματική περίοδος. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές ενώ εργάστηκε σαν δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες.

Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959) και με τη βοήθεια του Άγγελου Σικελιανού ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση, με την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.

Το 1958, ύστερα από μία επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση, δημοσίευσε σειρά άρθρων στην «Επιθεώρηση Τέχνης», για τα οποία κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα.

Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Το σπίτι του στον Πειραιά κατεδαφίστηκε και το 1962 έμεινε άνεργος. Οι αριστερές του απόψεις υπήρξαν εμπόδιο στην πρόσληψή του σε οποιαδήποτε δουλειά. Το 1964 ο Βρεττάκος μετακόμισε στην Αθήνα και κατάφερε με τη συνδρομή του Υπουργού Παιδείας και φίλου του Λουκή Ακρίτα, να εργαστεί ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο.

Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών (1967) ο γιος του φυλακίστηκε και ο ίδιος, πικραμένος, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και έγινε ευρύτερα γνωστό το σπουδαίο έργο του αφού επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη, συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και καταξιώθηκε παγκοσμίως.

Επιστροφή στην πατρίδα

Μετά την παραμονή του στην Ελβετία, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μετακόμισε στην Ιταλία και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο βοήθησε στη σύνταξη ενός ελληνοϊταλικού λεξικού.

Στη Μεταπολίτευση επέστρεψε και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πλούμιτσα, χωριό στην Λακωνία, δίπλα στις Κροκεές. Το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (το τρίτο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δηλωτικό της αξίας του έργου του είναι ότι είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (τη μία μετά από πρόταση του Γιάννη Ρίτσου). Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Έζησε στην Πλούμιτσα μέχρι τον θάνατό του στις 4 Αυγούστου του 1991 και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

«Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω»

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε πιστός υπηρέτης της ποίησης. Το ποιητικό του έργο μπορεί με βάση το περιεχόμενο να χωριστεί σε τέσσερις περιόδους.

Ο Βρεττάκος με λίγα λόγια ταλαντεύεται μεταξύ αισιοδοξίας και πεσιμισμού, μεταξύ χαράς και απογοήτευσης.

Τα έντονα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου τον σημάδεψαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γραφή του (33 Ημέρες, Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ).

Η θρησκευτικότητα είναι έντονη στα ποιήματά του. Ωστόσο, ύψιστο αγαθό για τον Βρεττάκο υπήρξε πάντα η αγάπη και η δύναμή της.

Πάντοτε αληθινός και αυθεντικός, άφησε ποιητικές συλλογές που εξυμνούσαν την αγάπη και τη ανθρωπότητα (Βασιλική δρυς, Ωδή στον ήλιο). Το βουκολικό στοιχείο και η φύση επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα ποιήματά του.

Ο Βρεττάκος λάτρευε το χωριό του και συνήθιζε να περνά αμέτρητες ώρες ατενίζοντας τον Ταΰγετο, τα ρυάκια και τα υπόλοιπα δημιουργήματα της φύσης. (Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Πλούμιτσα, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία).

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, που εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης.

Το Αρχείο του ποιητή φιλοξενείται, μετά από επιθυμία του ιδίου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.

 Πηγές : https://www.sansimera.gr/

https://www.mixanitouxronou.gr/




Καλό ταξίδι Ζέτα

Έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 65 ετών η συναδέλφισσά μας Γεωργία Ποταμιάνου (Ζέτα), ύστερα από μακρά μάχη που έδωσε για να κρατηθεί στη ζωή. Η Ζέτα είχε υπηρετήσει στα καταστήματα Πλατεία Βάθης, Χαλανδρίου, Διεύθυνση Προμηθειών, Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διεύθυνση Περιουσίας. Την Ζέτα διέκριναν το ήθος, η συνέπεια και η εργατικότητα. Όλοι οι συνάδελφοι που είχαν την τιμή να την γνωρίζουν θα κρατήσουν τις καλύτερες αναμνήσεις από την κοινή εργασιακή τους πορεία. Αφού ήταν ένας ξεχωριστός και δοτικός άνθρωπος αλλά δυστυχώς τα τελευταία πέντε χρόνια είχε την ατυχία να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας, αντιμετωπίζοντας τα πάντα με γενναιότητα και αξιοπρέπεια.

Η απώλειά της αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό στα ανίψια της Κάρολο και Αλέξανδρο, οι οποίοι θα κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη της.

Εκ μέρους σύσσωμης της Ιονικής Οικογένειας εκφράζουμε τα βαθιά μας συλλυπητήρια στους οικείους της εκλιπούσης.

Η εξόδιος ακολουθία της συναδέλφου θα γίνει σήμερα, Πέμπτη στο νεκροταφείο του Βύρωνα  , ώρα 10:30 π.μ.

Καλό ταξίδι Ζέτα!