1

Ζήτω η Εργατική Πρωτομαγιά! Δεν είναι αργία – Είναι απεργία ! Δεν είναι απλά μία επέτειος μνήμης – Είναι ημέρα ευθύνης ! Δεν είναι ημέρα των… λουλουδιών – Είναι ημέρα πράξης και αγώνα !

Σ υ ν ά δ ε λ φ ο ι ,

Έχουν περάσει 133 χρόνια από την αιματοβαμμένη εργατική πρωτομαγιά του Σικάγο και η εργατική τάξη σε ολόκληρο τον κόσμο βρίσκεται αντιμέτωπη με τη νέα φάση αντιδραστικής εκστρατείας. 8 ώρες εργασία (και όχι… δουλεία) – 8 ώρες αναψυχή και μόρφωση – 8 ώρες ανάπαυση ζήτησαν, αλλά…

Τα αιτήματα των εργατών του Σικάγο όχι μόνο δεν έχουν ικανοποιηθεί 133 χρόνια μετά, αλλά παραμένουν το ίδιο επίκαιρα, ενώ η φτώχεια, ο ολοκληρωτισμός, οι πόλεμοι και ο φασισμός εξαπλώνονται απειλητικά για όλους τους λαούς.

Οι κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου στον κόσμο και την υποτιθέμενη Ευρώπη των λαών σχεδιάζουν την περαιτέρω καταβαράθρωση μισθών και συντάξεων, την επιδείνωση των ήδη υποβαθμισμένων εργασιακών συνθηκών, αδιαφορώντας βέβαια για την ανεργία και τον κοινωνικό προσανατολισμό του ασφαλιστικού συστήματος.

Τα εργασιακά δικαιώματα βρίσκονται στον προκρούστη, ενώ μεγάλο μέρος των συνταξιούχων βιώνουν συνθήκες εξαθλίωσης. Τα ψίχουλα που μας προσφέρουν δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποτελούν εστία δημιουργίας ψευδαισθήσεων. Μην έχουμε αυταπάτες. Ποτέ δε μας δόθηκε τίποτα χωρίς αγώνες και θυσίες. Και αυτή είναι μία διαχρονική αλήθεια που διατρέχει την ιστορία μέχρι σήμερα…

«Τι περιμένετε; Ότι οι κουφοί παραχωρήσεις θα σας κάνουν;

Κι ότι οι αχόρταγοι κάτι θε να σας δώσουν! 

Οι λύκοι θα σας ταΐσουνε αντί να σας καταβροχθίσουν! 

Από φιλία. 

Θα σας προσκαλέσει η τίγρη να της βγάλετε τα δόντια, τέτοια περιμένετε!»

Μπέρτολτ Μπρεχτ 

.

Καλούμε όλους τους εργαζόμενους και συνταξιούχους συναδέλφους μας

να μην επιτρέψουν να κυριαρχήσει η μοιρολατρία και ο συμβιβασμός

Ο αναποτελεσματικός, υποταγμένος, εκφυλισμένος εργοδοτικός συνδικαλισμός έχει καταστεί το μακρύ χέρι της εργοδοσίας ως φυσικό επακόλουθο της αδρανοποίησης της κοινωνίας μας σε όλα τα μέτωπα.

Στην ΙΟΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ, με τα λάθη και τις παραλείψεις μας, προσπαθούμε να κάνουμε πράξη την υπεύθυνη στάση και τους αγώνες που οφείλει να δίνει ο συνδικαλισμός για τα εργατικά και συνταξιουχικά δικαιώματά μας. Στο γκρίζο τοπίο που απλώνεται γύρω μας με τη συνεχή υποβάθμιση κατακτήσεων δεκαετιών, προσπαθούμε να ενσαρκώσουμε τις πραγματικές αξίες των εργατικών αγώνων και να ανταποκριθούμε στο νόημα του ακηδεμόνευτου συνδικαλισμού.

Η Πρωτομαγιά δεν πρέπει να είναι μία ακόμα… επιτάφιος ακολουθία των εργασιακών κατακτήσεων. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές τέτοιες…

Μπορεί και πρέπει να είναι αφιερωμένη στον αγώνα των εργαζομένων και των συνταξιούχων ΣΗΜΕΡΑ για να πετύχουμε να ζήσουμε σε ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, σε ένα κόσμο χωρίς πολέμους, προσφυγιά. Με αυθεντικά σωματεία εργαζομένων και όχι φερέφωνα των εργοδοτών!

·        Οι συνταξιούχοι, η παλιά φρουρά, οφείλουμε να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή αυτών των αγώνων και να δίνουμε το παράδειγμα στις νέες γενιές για να αγωνιστούν ακόμα πιο δυναμικά και αποτελεσματικά!

·        Η ιστορία της εργατικής πρωτομαγιάς αποδεικνύει ότι κανείς δεν πρόκειται να μας χαρίσει τίποτα. Αντίθετα, η απελευθέρωση από τα δεσμά μας πρέπει να διεκδικηθεί με πάθος!

 

«Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, την επαίρνουν με τα δικά τους χέρια, μοναχοί … Αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς!»

Κώστας Βάρναλης

Ο σύλλογός μας με αίσθημα αλληλεγγύης, εκφράζει πλήρη στήριξη και συμπόρευση με όλους τους εργαζόμενους, συνταξιούχους, άνεργους και απλούς πολίτες της χώρας, προτρέποντας όλους τους συναδέλφους να συμμετάσχουν μαζικά και να στηρίξουν με διεκδικητικό φρόνημα και παλμό όλες τις κατά τόπους συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις


Ζ Η Τ Ω   Η   Ε Ρ Γ Α Τ Ι Κ Η   Π Ρ Ω Τ Ο Μ Α Γ Ι Α   !

.




Αντίο Χρήστο. Κουράγιο Φιλιώ

Έφυγε ξαφνικά από κοντά μας σε ηλικία 59 ετών ο συνάδελφός μας Χρήστος Παγώνης που είχε υπηρετήσει στα καταστήματα Βυζαντίου, Πύλης Αξιού, Καλαμαριάς (εργαζόμενος και Διευθυντής), Λαγκαδά, Αγίας Σοφίας, Αγίου Μηνά, Αλεξάνδρειας, Ασπροβάλτας, Χαριλάου και ως Διευθυντής στο Κιλκίς, την Κομνηνών, το Νέο Κορδελιό, τους Αμπελοκήπους, την Άνω Τούμπα, Ιωνίας, Κασσάνδρου, Κατερίνης, Ίωνος Δραγούμη και Διευθυντής Περιφερειακού Κέντρου. Τον διέκριναν το ήθος, η συνέπεια και η εργατικότητα και σίγουρα η ξαφνική απώλειά του αποτελεί ένα μεγάλο πλήγμα για την Ιονική Οικογένεια, αφού όσοι είχαν την τιμή να συνυπηρετήσουν μαζί του μιλούν για έναν εξαίρετο συνάδελφο και άνθρωπο, που διέγραψε μία σημαντική πορεία στην τράπεζα.

Η απώλειά του, εν μέσω μάλιστα των εορτών, αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην επίσης συναδέλφισσά μας σύζυγό του, Φιλιώ Ρωσιάδου – η οποία υπηρέτησε στα καταστήματα Σταυρούπολης, Καλαμαριάς, Διοικητηρίου, Άνω Τούμπας, Ωραιοκάστρου και Αλέξανδρου Παπαναστασίου – και στην κόρη τους Μαρία-Ελένη. Τους  ευχόμαστε κουράγιο αυτές τις δύσκολες στιγμές και να είναι σίγουρες ότι όλοι οι συνάδελφοι θα είμαστε στο πλευρό τους.

Εκ μέρους σύσσωμης της Ιονικής Οικογένειας εκφράζουμε τα βαθιά μας συλλυπητήρια στους οικείους του συναδέλφου.

Η σωρός του εκλιπόντος θα μεταφερθεί στις 15:30 μ.μ. στον Άγιο Παντελεήμονα Πανοράματος, όπου θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία του στις 17:00 μ.μ., ενώ η ταφή του θα γίνει στο Κοιμητήριο Πανοράματος. 

Καλό ταξίδι Χρήστο!




Πάσχα ρωμέικο – Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς.

Οταν εμειδία ο μπαρμπα – Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα, όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται διά την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «ή εφτάκρατόρισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Αγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σόλωμο» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη

που εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει

και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπαρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Εστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον «Εκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» – ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ’ η γης αναμάρτητος – άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε». Και ύστερον, αφού ουδ’ η γη είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Οταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίση την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». «Ελεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ… ως ενάντιος υψίστοις!». Οταν με ηρώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρες υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος… ως ενάντιος υψίστοις».

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’ ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Αγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου…

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188…. περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ’ Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελίνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’ αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήταν ίσως πτωχός, δε θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ητο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν’ ακούη την Ανάστασιν εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ητο ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν’ ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο… δυτικός!

Ο μπαρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α`, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν’ αποθάνη εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με τη συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίνων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Αγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δε θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις τη χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά τη μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Εβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ’ ανέτελλε μετ’ ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπαρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνιως.

– Φίλος! καλός! μη ρίχνης…

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπιισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.

– Φίλος και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

– Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου.

– Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!

– Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Τις σας έβλαψα;

– Δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ητο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθόκλοπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

– Συ εγελάστηκες, απήντησεν, εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

– Στον Περαία; στον Αϊ – Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι;

– Απ’ την Αθήνα.

– Απ’ την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν’ ακούσης Ανάσταση;

– Εχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Σπύρος.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

– Να φχαριστάς καημένε…

Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

– Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το ‘χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν’ απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

– Κάνεις άδικα και συγχωρεμένος να ‘σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε… δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.

– Ελα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε…

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπαρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός του Αστεως το Αγιον Πάσχα.

 




Πασχαλινή ιστορία – Του Παντελή Καλιότσου

Η «Πασχαλινή ιστορία» είναι ένα από τα πέντε διηγήματα της συλλογής “Η μύγα”, στα οποία ο συγγραφέας σχολιάζει καθημερινά κοινωνικά θέματα. Στο συγκεκριμένο διήγημα παρουσιάζει το διχασμό του ήρωά του· τα φιλοζωικά του αισθήματα νικούν το πασχαλινό έθιμο, και έτσι το αθώο αρνάκι γλιτώνει τη σφαγή.


Ακριβώς ένα μήνα πριν απ’ το Πάσχα, ο κυρ Διονυσάκης απόχτησε ένα αρνί. Αυτό έγινε κυριολεχτικά στην τύχη.

Μια μέρα, δηλαδή, ο Τάκης ο Μπίμπας, ο φίλος του ο κουρέας και άσπονδος αντίπαλός του στο τάβλι, έβγαλε αυτό τ’ αρνί στον κλήρο για ένα χιλιάρικο. Είδε κι έπαθε να τον πείσει.

Βρε, άσε με κάτω, χριστιανέ μου, έλεγε ο κυρ Διονυσάκης. Πρώτο και κύριο, εγώ είμαι άτυχος άνθρωπος.

Έλα δω. Βάλε το δεκαεφτά και, αν δε σου πέσει, να μου πεις «φτου σου, ρε Μπίμπα!».

Πρώτο και κύριο, τι να το κάνω εγώ ένα ολόκληρο πρόβατο;

Αστειεύεσαι; Το Πάσχα έρχεται. Έχεις παιδιά, οικογένεια. Μ’ ένα αρνί έντεκα κιλά θα τρως μια βδομάδα κρέας.

Άκου δω, φίλε μου, είπε τότε σοβαρά ο κυρ Διονυσάκης. Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.

O κουρέας γέλασε την ώρα που τσέπωνε το χιλιάρικο.

Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τόνε βγάλαμε! Άσε να σου πέσει πρώτα, και το σφάξιμο τ’ αναλαμβάνω εγώ.

Και σκύβοντας πάνω στον κατάλογό του καταχώρισε φωναχτά: «Νούμερο 17, Διονυσάκης Γκολφινόπουλος. Άντε, καλή τύχη».

Και τα ’φερε έτσι ο Θεός.

O μικρός του κουρείου έχωσε το χέρι του στην πλατιά τσέπη του Τάκη Μπίμπα και τραβά αυτό το νούμερο ανάμεσα σ’ άλλα διακόσια, που έκανε τον κυρ Διονυσάκη να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. Και, την ώρα που φώναξε πάλι ο κουρέας «νούμερο 17, Διονυσάκης Γκολφινό-», άρπαξε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, δυνατό.

Έτσι έγινε με τ’ αρνί. O κυρ Διονυσάκης, ζαλισμένος ακόμα κι έχοντας την πεποίθηση ότι αποδώ και πέρα η τύχη του άλλαξε, το τράβηξε απ’ το σχοινί και το πήγε σπίτι. Τα δυο μικρά παιδιά έκαναν μεγάλες χαρές κι όλοι μες στην αυλή το δέχτηκαν έτσι, ακόμα και ο σκύλος, χωρίς να ζηλέψει, γιατί ήταν ένα αρνί πολύ όμορφο πραγματικά, σαν αυτά που ζωγραφίζονται: με τόσο κάτασπρο μαλλί, με τόση υπομονή… Δεν υπάρχει άλλο ζώο χωρίς άμυνα.

Ήταν ένα λιβαδάκι με φουντωμένες ελιές μπροστά στη γραμμή. Αυτοί που ταξιδεύανε το πρωί με το τρένο και κάθονταν στο δεξί παράθυρο βλέπανε μια στράτα από λεύκες, ένα κόκκινο αγρόχτημα, ένα πηγάδι με κληματαριές. Η κυρα-Μαρία ερχότανε στην αυλή κρατώντας ανασηκωμένες τις άκρες της ποδιάς της. Το πρωί φώναζε τις κότες. Yπήρχε κι ένας περιστερώνας και μια κατσίκα με τα παιδιά της, αλλά μόνο τ’ αρνί είχε προορισμό να σφαχτεί το Πάσχα.

Το τρένο περνά μπροστά γρήγορα, με τα παράθυρά του γεμάτα εικόνες εξοχής. Αμέσως μετά ερχόταν η πόλη, με μια εντύπωση στενόχωρη, σκούρα ή εκτυφλωτική. O ταξιδιώτης νομίζει πως η πόλη ορμά όλο και πιο γρήγορα κατά πάνω στην εξοχή και μόνο οι λεύκες αντιστέκονται στους τοίχους. Και τα «σπαθιά» των αθάνατων γύρω στ’ αγρόχτημα. Καθώς περνά πρωί μεσημέρι, έχει την εντύπωση πολιορκίας, που στενεύει όσο γρήγορα φεύγει το τρένο και μπαίνει στους δρόμους της πόλης. Κάπου εκεί είναι το κουρείο του Τάκη Μπίμπα, είκοσι λεπτά με τα πόδια. Και πριν φύγει με τ’ αρνί του, ο κυρ Διονυσάκης δεν ξέχασε να ζητήσει κατηγορηματική διαβεβαίωση.

Εντάξει, του είπε ο κουρέας. Τη Μεγάλη Παρασκευή πρωί πρωί θα ’ρθω να το σφάξω εγώ. Να μένεις ήσυχος.

Ήταν ήσυχος.

Η άνοιξη ερχόταν εδώ πολύ όμορφη μες στον αυλόγυρο. O κυρ Διονυσάκης τ’ απογεύματα ασχολούνταν με τα ζώα και τα ποτιστικά. Η γυναίκα του με τα λουλούδια.

Φέτος έχουμε Πάσχα στις 3 Μαΐου κι οι πασχαλιές μερικές φορές δεν είν’ εντάξει στο ραντεβού. Κάποτε βιάζονται, κάποτε βαριούνται και μαραίνονται. Η κυρα-Μαρία κόβει βιολέτες και γαρίφαλα για τον επιτάφιο, που γίνεται άσπρος και μοβ.

Μια βδομάδα πιο πριν, ο κυρ Διονυσάκης τράβηξε ένα κόκκινο σημάδι πάνω στο ασπρόμαλλο αρνάκι. Έτσι κάνουν τη Μεγάλη Βδομάδα όσοι έχουν ένα «μόσχο σιτευτό». Κουβέντιασε με τη γυναίκα του:

Για πότε λες;

Την Κυριακή του Πάσχα.

Λες δηλαδή να το βάλουμε στη σούβλα;

Ναι. Θα ’ναι πολύ όμορφα στην αυλή, αν έχει λιακάδα. Να καλέσουμε και τους κουμπάρους με τα παιδιά.

Μ’ αρέσει η ιδέα σου, είπε ο κυρ Διονυσάκης. Θα πάρω κληματόβεργες για τη θράκα.

Το ίδιο απόγευμα ετοίμασε το μέρος κοντά στο πηγάδι, έφερε ένα φόρτωμα κληματόβεργες και μια σούβλα.

Θα σκάψω το λάκκο κοντά στο πηγάδι, έλεγε. Θα βάλω τα δυο τραπέζια κοντά κοντά. Μπορεί να ’ρθουν κι αποβραδίς την Ανάσταση. Να κάνουμε λίγη γαρδούμπα και μαγειρίτσα. Θα περάσουμε θαύμα, ε;

Μόνο που πρέπει να το σφάξουμε δίχως άλλο τη Μεγάλη Παρασκευή, είπε η κυρα-Μαρία.

Δίχως άλλο.

Το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης έπαιξε ένα ταβλάκι με τον κουρέα κι έχασε. Είχε όμως μια ευχαρίστηση ήσυχη. Αύριο ολημέρα χτυπούν οι καμπάνες λυπητερά, τίποτ’ άλλο δε γίνεται στον κόσμο. Τη μέρα αυτή την αγαπά πιο πολύ απ’ όλες, δεν είναι ανθρώπινη. Και την παράλλη νύχτα, τα μεσάνυχτα, θα χτυπήσουν ξαφνικά όλες οι καμπάνες μαζί. Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο γεγονός απ’ την Ανάσταση. Θυμήθηκε λοιπόν το αρνάκι. Εξάλλου νήστευε κιόλας. Και του λέει:

Τάκη, λοιπόν δεν πιστεύω να με ξέχασες, ε;

Για τι πράμα μιλάς;

Για τ’ αρνάκι.

Δεν είπαμε; Άσ’ το σ’ εμένα.

Αύριο πρωί πρωί θα σε περιμένω. Κοίτα μην τυχόν και…

Καλά, βρε αδερφέ!

Όχι «καλά!». Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.

Την άλλη μέρα ήτανε η Μεγάλη Παρασκευή, που χτυπούσαν οι καμπάνες λυπητερά. Τα περισσότερα προβατάκια είχανε μια κόκκινη βούλα στη ράχη, σημάδι θανάτου. Μερικά το είχανε καταλάβει.

O κουρέας όμως δεν ήρθε στο ραντεβού. O κυρ Διονυσάκης σηκώθηκε μία ώρα πιο πριν και τον περίμενε. Βγήκε στην αυλόπορτα και κοίταξε το δρόμο. Η ώρα περνούσε κι όλο μουρμούριζε κι ανησυχούσε. Ήταν βέβαιος πως η κυρα-Μαρία θα του ’λεγε σε λίγο: «Δεν μπορούμε να περιμένουμε το φίλο σου. Πρέπει να το σφάξουμε μόνοι μας».

Πήγε ως το σταθμό και περίμενε τέσσερα τρένα. Τίποτα…

Άμα ξαναγύρισε, η κυρα-Μαρία τού λέει:

Δεν μπορούμε να περιμένουμε το φίλο σου. Πρέπει να το σφάξουμε μόνοι μας.

Νευρίασε:

Καλά, βρε αδερφέ! Πώς κάνεις έτσι;

Ξυπνήσανε και τα παιδιά, βγήκαν έξω και τα περιστέρια. Όλα όμως κρατούσαν μια παράξενη σιωπή. Ακούγανε τις μακρινές καμπάνες.

O κυρ Διονυσάκης τράβηξε μακριά απ’ τη γυναίκα του γεμάτος σκέψεις.

«Αχ! τι μου ’κανες, Τάκη Μπίμπα! Το ’ξερα γω. Το ’ξερα γω!»

Φυσικά ποτέ, ποτέ δε θα το ’σφαζε μόνος του. Θεός φυλάξοι! Μια φορά είχε κόψει το δάχτυλό του με το μαχαίρι, λίγο αίμα και λιποθύμησε. Και μερικές φορές, καθώς περπατούσε στο μονοπάτι, λοξοδρομούσε απότομα, κοντεύοντας να χάσει την ισορροπία του, επειδή βρέθηκε μπροστά του ένας αμέριμνος μπάμπουρας. «Γιατί τα σφάζουνε τ’ αρνάκια;»

Ωστόσο κόντευε μεσημέρι και ο Τάκης Μπίμπας δε φαινότανε. Τότε, λέει στη γυναίκα του:

Θα πάω σπίτι του να τον βρω.

Άμα μπήκε στο τρένο ξεφυσώντας στενοχωρημένος, κατά σύμπτωση κάθισε πλάι σ’ ένα γνωστό του.

Διονυσάκη, για πού το ’βαλες; Σεκλετισμένο σε βλέπω.

Ναι, δεν είμαι καθόλου καλά.

Τι έχεις;

Έχω ένα αρνάκι. Κάποιος μου υποσχέθηκε να ’ρθει να το σφάξει. Oύτε φάνηκε. Γι’ αυτό πάω τώρα να τον βρω.

Δεν μπορείς να το σφάξεις μόνος σου;

Εγώ; Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ δεν έχω σηκώσει ποτέ μου μαχαίρι σε ζωντανό. Καλώς ή κακώς, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.

O κουρέας καθότανε αρκετά μακριά απ’ το σταθμό. O κυρ Διονυσάκης λοξοδρόμησε και περπατούσε. Oι καμπάνες γέμιζαν τον αέρα με πένθιμο ήχο, πότε σιγά, πότε πιο δυνατά, πότε κοντά, πότε μακριά. Τι κρίμα να ’ναι τώρα γεμάτη ανησυχία η θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής! Του ’τυχε μια δυσκολία στη ζωή κι είναι ταραγμένος.

Και το σπίτι όμως του Μπίμπα ήταν άδειο. Τα παντζούρια κλειστά. Ένα σκυλί ήταν δεμένο κοντά στη βρύση και ούρλιαζε όλη την ώρα με παράπονο. Βέβαια, του κυρ Διονυσάκη του κακοφάνηκε πολύ ο μάταιος δρόμος και θύμωσε με τον κουρέα όσο ποτέ.

Κι ένα άλλο ήθελε να ήξερε:

«Όσο καιρό θ’ απουσιάζεις στην εκδρομή σου, ελεεινέ άνθρωπε, τι θα τρώει το σκυλί σου;».

Έτσι δύσκολα πέρασε η μέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Το βράδυ ήρθε ήσυχο, δίχως ελαφρό αεράκι που να σβήνει τα κεράκια των επιταφίων. Η οικογένεια γύρισε σπίτι. Νηστεύανε. Αύριο τη νύχτα, μετά την Ανάσταση, θα γυρίσουνε σπίτι με άσπρα κεριά και τότε θα φάνε. Η μαγειρίτσα γίνεται με ψιλοκομμένα συκωτάκια κι αυγολέμονο. Ύστερα θα τσουγκρίζανε τ’ αυγά. Τα παιδιά τη Λαμπρή θα μπορούν να έρχονται να γυρίζουν από λίγο τη σούβλα. Κι ο ουρανός θα είναι πεντακάθαρος την ημέρα της Λαμπρής, δίχως τα σγουρόμαλλα κοπάδια του. O κυρ Διονυσάκης όμως βλέπει τ’ αρνάκι να ’ναι ακόμα δεμένο πλάι στην κορομηλιά και να βόσκει αμέριμνο.

«Αχ, σκοτούρα μου!», αναστέναξε. Και σκέφτεται τη νηστεία, που τελειώνει τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου όλα σωπαίνουν. Κανείς δε μιλάει. Τα παιδιά ξέρουν ότι κάτι σοβαρό γίνεται, κάτι πολύ σοβαρό θα γίνει σήμερα. Δεν παίζουν. Έχουν καθίσει σταυροπόδι στη χλόη, κάτω απ’ την κορομηλιά, κοντά στ’ αρνί, και το παρακολουθούν με τα τρομαγμένα μάτια τους. O κυρ Διονυσάκης προσπαθεί να βρει μια σοβαρή δουλειά εκεί γύρω, πάει κι έρχεται ολόγυρα στην κορομηλιά.

Η ώρα του μεσημεριού έρχεται σιγά σιγά με στεναγμούς. Η κυρα-Μαρία άσπρισε το πηγάδι, τον κορμό της κληματαριάς, τα πεζούλια. Τότε για μια στιγμή στυλώθηκε στα πόδια της και γυρίζοντας του λέει:

Ήθελα να ’ξερα τι περιμένεις;

Ποιος; Εγώ;

Όχι, εγώ!

Καλά, ντε!

Ένιωθε όλα τα βλέμματα στυλωμένα πάνω του. Αναγκαστικά λοιπόν πήγε ως την κουζίνα και είδε τα οικιακά σκεύη. Είδε τις κατσαρόλες όλες στη θέση τους, να και μια σούβλα όρθια στον τοίχο! Να κι ένα μεγάλο μαχαίρι! «Έχουμε δυο μαχαίρια τέτοια».

Ξανακατέβηκε γρήγορα και βγήκε στο δρόμο. Ένιωσε τα μάτια της γυναίκας του να του βαραίνουν την πλάτη και ντράπηκε. Η αλήθεια είναι ότι στο Εσκί Σεχίρ δεν είχε πολεμήσει, δεν έπιασε ούτε μαχαίρι ούτε τουφέκι. Συνόδευε ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που τις περισσότερες μέρες έμενε κολλημένο στη λάσπη. Τέλος πάντων, δεν είναι ντροπή να μην ξέρεις να σφάζεις! Αποφάσισε να πάει να παρακαλέσει ένα γείτονα. Αποκεί άρχιζε η πόλη.

O πρώτος γείτονας ήταν ακόμα με τις πιτζάμες.

Καλημέρα, γείτονα, Καλή Ανάσταση.

Καλημέρα, γείτονα.

Θα μπορούσες να μου κάνεις μια πολύ μεγάλη χάρη, γείτονα;

Ευχαρίστως, αν περνά από το χέρι μου.

Έχω ένα προβατάκι και δεν μπορώ να το σφάξω. Όχι τίποτ’ άλλο, είναι θηλυκό και το λυπάμαι, δε βαστώ. Μήπως θα μπορούσες, αγαπητέ μου γείτονα;

Τι δηλαδή; Να το σφάξω;

Ναι, αν σου είναι εύκολο.

Αχ, γείτονά μου, θα το πιστέψεις; Εγώ δεν μπορώ να σκοτώσω ούτε κουνούπι. Πρέπει να σου πω ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό.

O κυρ Διονυσάκης στάθηκε κατάπληχτος. Για λίγη ώρα κοίταζε το γείτονα με γουρλωμένα μάτια, ώσπου τον πήρανε τέτοια γέλια, ώστε κι ο γείτονας άρχισε να γελάει, κι οι δυο γελούσανε σαν να κατρακυλούσανε νερά.

Ώστε κι εσύ λοιπόν δεν μπορείς;, είπε ο κυρ Διονυσάκης. Τι μου λες, φίλε μου! Κι όμως, δεν είναι τίποτα ξέρεις! Μια χραπ! κι όλα πάνε στο καλό.

Το ξέρω, κι όμως δεν μπορώ. Να, όπως κι εσύ…

Χα χα! Καλό Πάσχα, φίλε μου, ό,τι επιθυμείς.

Καλό Πάσχα, γείτονά μου, και με συγχωρείς.

Τότε ο κυρ Διονυσάκης γύρισε πίσω και με γρήγορο βήμα ανέβηκε στην κουζίνα. Η γυναίκα του τον έβλεπε, καθώς και τα παιδιά. Απορημένοι. Ύστερα από λίγο το κεφάλι του φάνηκε στο παράθυρο και της φώναξε θυμωμένος:

Δε μου λες, κυρα-Μαρία, πού διάβολο το ’χεις το μεγάλο μαχαίρι;

Δεν το βλέπεις; Εκεί…

Καλά, καλά. Δεν είν’ ανάγκη, το βρήκα.

Μια κατσαρόλα ακούστηκε να πέφτει κι αμέσως ύστερα ένα μαχαίρι να τροχίζεται στο μάρμαρο. Όλοι σήκωσαν το κεφάλι τους ν’ αφουγκραστούνε.

Αυτό κράτησε ασυνήθιστη ώρα. Ήταν φανερό πως ο άνθρωπος τρόχιζε το μαχαίρι ταραγμένος, το μυαλό του δεν ήταν εδώ.

Επιτέλους ο κυρ Διονυσάκης φάνηκε στην πόρτα. Ήτανε λιγάκι χλωμός. Κρατούσε στ’ αριστερό του ένα μεγάλο μαχαίρι.

Στο κατώφλι στάθηκε δυο λεπτά. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε μακριά. Oρισμένως σκεφτότανε τον Αττίλα. Έχει διαβάσει γι’ αυτόν. Αμέσως κατεβαίνει βλοσυρός τις σκάλες και, περνώντας δίπλα απ’ τη γυναίκα του, προστάζει αυστηρά:

Πάρε μέσα τα παιδιά.

Η κυρα-Μαρία, τρομαγμένη, έκανε γρήγορα ό,τι της είπε. Το ένα παιδάκι όμως είχε καταλάβει εδώ και τρεις μέρες:

Τι θα κάνει, μαμά;

Σιωπή… Σιωπή!

Απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας βγήκε ένα παιδικό κλάμα. Αμέσως ο κυρ Διονυσάκης νιώθει τα γόνατά του να λυγίζουν. Βάζει δύναμη να προχωρήσει κατά την κορομηλιά. Δε θέλει να ’χει τίποτα στο μυαλό του εξόν από τ’ αρνάκι στη σούβλα, κι όμως τ’ αυτιά του γεμίζουν απ’ τις φωνές της λιακάδας: τα περιστέρια γουργουρίζουν στον ήλιο. Βλέπει τα πουλιά. Βλέπει τις κότες. Βλέπει το σκύλο ξαπλωμένο, ευτυχισμένο. Να κι η γάτα, που τρίβεται κατευχαριστημένη στα κάγκελα. Κι όσο για τ’ αρνάκι, εκεί κοντά στο πηγάδι, καθώς βόσκει αμέριμνο, του φαίνεται εξαιρετικά απασχολημένο.

Τι ωραία που είναι η ζωή!

Έκανε μεταβολή και μπήκε αποφασιστικά στο σπίτι. Η κυρα-Μαρία και τα παιδιά, τρομαγμένα στην ποδιά της, τον περίμεναν και τον κοιτάζανε κατάματα, σαν να μπήκε μέσα ένας φονιάς.

Άκου δω, γυναίκα, της λέει. Κάτι θα βρεθεί να φάμε κι εμείς. Πάντως, πρέπει να σου πω ένα πράμα: εγώ ποτέ στη ζωή μου δε σήκωσα μαχαίρι σε ζωντανό! Αυτός είμαι, αν σ’ αρέσω!

Κι εκεί που ήτανε αποφασιστικά στυλωμένος σαν δέντρο, τα δυο μικρά ορμάνε πάνω του με χαρούμενες φωνές. Αυτός ένιωθε να ξελαφρώνει.

Η κυρα-Μαρία χώθηκε ολόκληρη μες στο κελάρι κι εκεί την πήρανε τα γέλια.

 




Πασχαλινοί προορισμοί στην Ελλάδα και τα έθιμά τους

Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας γιορτάζεται το Πάσχα με μοναδικό τρόπο. Έθιμα και παραδόσεις ζωντανεύουν και λαογραφικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα στη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Η κάθε περιοχή όμως έχει και τον δικό της τρόπο που γιορτάζει τόσο τα Πάθη όσο και την Ανάσταση.

Στην Ύδρα τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Επιτάφιος της συνοικίας Καμίνι μπαίνει στη θάλασσα και διαβάζεται η Ακολουθία του Επιταφίου, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα κατανυκτική. Στη συνέχεια οι Επιτάφιοι τεσσάρων ενοριών συναντώνται στο κεντρικό λιμάνι, δίνοντας ένα ιδιαίτερο χρώμα.

Στην Αράχωβα, ανήμερα του Πάσχα ξεκινάει η περιφορά της Εικόνας του Αγίου Γεωργίου την οποία συνοδεύουν γύρω στα 500 άτομα, ντυμένα όλα με παραδοσιακές Αραχωβίτικες ενδυμασίες. Από την Κυριακή ξεκινάει το «Πανηγυράκι του Αγίου Γεωργίου», όπως το λένε οι ντόπιοι, που διαρκεί μέχρι την Τετάρτη και περιλαμβάνει χορούς, τραγούδια και αγωνίσματα, όπως η σφαιροβολία, η πάλη και το σήκωμα της πέτρας.

Στη Ναύπακτο, το βράδυ της Μ. Παρασκευής, πλήθος κόσμου, ντόπιοι και επισκέπτες, ακολουθούν την περιφορά του Επιταφίου, σχηματίζοντας πομπές, οι οποίες διέρχονται από το λιμάνι. Εκεί βρίσκονται αναμμένες δάδες, ειδικά τοποθετημένες στις τάπες του Κάστρου. Στο μέσον της εισόδου του λιμανιού οι δάδες σχηματίζουν ένα μεγάλο σταυρό, που φωταγωγεί ολόκληρο το λιμάνι συνθέτοντας μία φαντασμαγορική εικόνα. Το έθιμο συνδυάζει τη θρησκευτική μυσταγωγία με την ηρωική προσπάθεια του μπουρλοτιέρη Ανεμογιάννη να πυρπολήσει τη τουρκική ναυαρχίδα στον χώρο αυτό.

Την Κυριακή του Πάσχα πραγματοποιείται ο χαλκουνοπόλεμος στο Αγρίνιο με τα αυτοσχέδια πυροτεχνήματα. Επί τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι δοκίμαζαν την ποιότητα του μπαρουτιού, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη συνέχεια κατά των Τούρκων. Οι λεγόμενοι χαλκουνάδες συγκεντρώνονταν στην κεντρική πλατεία της πόλης και συμμετείχαν στον χαλκουνοπόλεμο.

Την τρίτη μέρα του Πάσχα τρία διαφορετικά έθιμα αναβιώνουν στο νομό Χαλκιδικής και συγκεκριμένα, στην Ιερισσό, στην Αρναία και στη Συκιά. Το έθιμο «Του μαύρου νιου τ αλώνι»,  έχει τις ρίζες του στην τουρκοκρατία. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την εκφώνηση του πανηγυρικού, οι γεροντότεροι αρχίζουν τον χορό.  Τραγουδούν και χορεύουν όλα τα Πασχαλινά τραγούδια και τελειώνουν με τον «Καγκέλευτο» χορό, που είναι η αναπαράσταση της σφαγής 400 Ιερισσιωτών από τους Τούρκους το 1821. Ο χορός περνά κάτω από δάφνινη αψίδα όπου υπάρχουν δύο νεαροί με υψωμένα σπαθιά και στη μέση του τραγουδιού «διπλώνεται» στα δύο με τους χορευτές να περνούν ο ένας απέναντι από τον άλλο για τον τελευταίο χαιρετισμό.

Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας θα αναβιώσει το έθιμο «Κουνιές». Το έθιμο αυτό γινόταν γιατί η «αιώρηση», δηλαδή το κούνημα, θεωρούνταν ότι γινόταν «σε καλό», υπέρ υγείας και πλούσιας σοδειάς.

Στο Λεωνίδιο, το βράδυ της Ανάστασης ο ουρανός γεμίζει με φωτεινά αερόστατα, τα οποία ανυψώνονται από τους πιστούς κάθε ενορίας. Τα αερόστατα άρχισαν να κατασκευάζονται στο χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα και οι Λεωνιδιώτες συνεχίζουν να τα φτιάχνουν μέχρι σήμερα. Το έθιμο έχει τις ρίζες του σε ντόπιους ναυτικούς που γυρίζοντας τον κόσμο, εντυπωσιάστηκαν από αντίστοιχο έθιμο ασιατικής χώρας και στη συνέχεια το μετέφεραν στην πατρίδα τους.

Στην Καλαμάτα, αναβιώνει ένα έθιμο, που πηγάζει από τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821, ο διαγωνισμός των «μπουλουκιών» (ομάδες παικτών) ή αλλιώς σαϊτοπόλεμος. Σύμφωνα με το θρύλο, οι Μεσσήνιοι χρησιμοποίησαν σαΐτες γεμάτες εκρηκτικά και αναχαίτισαν το ιππικό των Τούρκων, τρομάζοντας τα άλογα τους και αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η νίκη σε μια μάχη δεν αποκτιέται μόνο μέσα από την αριθμητική υπεροχή. Οι διαγωνιζόμενοι με παραδοσιακές ενδυμασίες και οπλισμένοι με σαΐτες, δηλαδή με χαρτονένιους σωλήνες γεμάτους μπαρούτι, επιδίδονται σε σαϊτοπόλεμο, στο γήπεδο του Μεσσηνιακού με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.

Ίσως η πιο εντυπωσιακή περιφορά του Επιταφίου είναι αυτή που γίνεται στον Πύργο της Σαντορίνης. Ξεκινώντας από νωρίς το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, δεκάδες παιδιά τοποθετούν σε ταράτσες, μπαλκόνια, δρόμους, αλλά και στα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου χιλιάδες «τενεκεδάκια». Πρόκειται για αυτοσχέδια λυχνάρια που καίνε παραφινέλαιο και μόλις πέσει το σκοτάδι και λίγο πριν την έναρξη της περιφοράς του Επιταφίου, ανάβουν και προσδίδουν μαγική ατμόσφαιρα στο νησί.

Στην Κύθνο την Κυριακή του Πάσχα στην πλατεία του νησιού στήνεται μία κούνια, στην οποία κουνιούνται αγόρια και κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Αυτός ή αυτή που θα κουνήσει κάποιον, δεσμεύεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων για γάμο. Το βράδυ του Μ.Σαββάτου επικρατεί το έθιμο του «συχώριου». Ολοι όσοι έχουν πεθαμένους συγγενείς φέρνουν στην εκκλησία ψητά, κρασί και ψωμί, τα οποία έχει «διαβάσει» ο παπάς και τα προσφέρουν στους επισκέπτες και στους κατοίκους του νησιού.

Στη Σύρο οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι γιορτάζουν συγχρόνως τις μέρες του Πάσχα. Οι Επιτάφιοι των Καθολικών στην Ανω Σύρο ξεκινούν από τον ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην Ερμούπολη ο επιτάφιος των Καθολικών ξεκινάει από τον Ιερό Ναό Ευαγγελιστών, οι επιτάφιοι των Ορθοδόξων, από τις ενορίες Αγίου Νικολάου, της Κοιμήσεως και τη Μητρόπολη της Μεταμορφώσεως. Κατά την περιφορά τους συναντώνται στην κεντρική πλατεία Μιαούλη, όπου γίνεται κατανυκτική δέηση.

Στην Πάρο, η περιφορά του Επιταφίου της Μάρπησσας, κάνει δεκαπέντε περίπου στάσεις. Σε κάθε στάση φωτίζεται και ένα σημείο του βουνού, όπου τα παιδιά ντυμένα Ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού, αναπαριστούν σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, την προσευχή στο Όρος των Ελαιών, το Μαρτύριο της Σταύρωσης και την Ανάσταση. Όταν τελειώσει ο επιτάφιος τα κεριά δεν τα πετάνε αλλά τα κρατούν και όταν έχει φουρτούνα, βρέχει ή αστράφτει, τα ανάβουν για να περάσει η κακοκαιρία.

Στη Νάξο την Μεγάλη Παρασκευή οι κοπέλες καθαρίζουν τις εκκλησιές, στολίζουν τον Επιτάφιο και μετά ακολουθεί η περιφορά. Στο πασχαλινό τραπέζι ξεχωρίζει το παραδοσιακό «μπατούδο», κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο.

Στη Σέριφο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου όλες οι οικογένειες πηγαίνουν στην εκκλησία με ένα καλαθάκι μέσα στο οποίο τοποθετούν τυρί, κουλούρια και τόσα κόκκινα αυγά όσα τα μέλη της οικογένειας.

Στο νησί της Αποκάλυψης, την Πάτμο, επίκεντρο των τελετών και ακολουθιών αποτελεί ο «Νιπτήρας». Στολίζεται με λαμπρές βάγιες και ποικιλία ανοιξιάτικων λουλουδιών. Τη Μ. Πέμπτη γίνεται αναπαράσταση του «Μυστικού Δείπνου» του Νιπτήρα σε κεντρική πλατεία της Χώρας, όπου ο Ηγούμενος πλένει τα πόδια 12 μοναχών, όπως έκανε και ο Ιησούς με τους μαθητές του. Την Κυριακή του Πάσχα, στο Μοναστήρι της Πάτμου γίνεται η δεύτερη Ανάσταση κατά την οποία το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο μπορούμε να το ακούσουμε σε επτά γλώσσες (ιταλικά, ρώσικα, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, σέρβικα και αρχαία ομηρικά ελληνικά).

Στη Χίο, ο γνωστός πλέον ρουκετοπόλεμος είναι ένα παλιό Βρονταδούσικο έθιμο που έχει τις ρίζες του στην τουρκική κατοχή. Από τα αυτοσχέδια κανονάκια, που έφτιαχναν οι ενορίτες φτάσαμε στις σημερινές αυτοσχέδιες ρουκέτες, βεγγαλικά, φτιαγμένα από νίτρο, θειάφι και μπαρούτι. Η προετοιμασία των ρουκετών αρχίζει αμέσως μετά το Πάσχα για να είναι έτοιμες την επόμενη χρονιά. Οι ποσότητες, τα τελευταία χρόνια, φτάνουν στις μερικές χιλιάδες και το θέαμα που δημιουργούν οι ρουκέτες, όταν εκτοξεύονται στον ουρανό του Βροντάδου είναι εντυπωσιακό. Εξαιτίας ατυχημάτων, τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία των παρευρισκομένων αλλά και των κτιρίων, έτσι ώστε να διασωθεί το έθιμο.

Στην Κέρκυρα στις 11 το πρωί του Μ. Σαββάτου όταν τελειώσει η ακολουθία της πρώτης Ανάστασης στη Μητρόπολη και αφού τελειώσει και η περιφορά του επιταφίου του Αγίου Σπυρίδωνα, χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών και από τα παράθυρα των σπιτιών πέφτουν κατά χιλιάδες, πήλινα δοχεία γεμάτα νερό (μπότιδες) στους δρόμους, με μεγάλο κρότο. Αυτό το έθιμο έχει τις ρίζες του στο χωρίον του Ευαγγελίου «Συ δε Κύριε Ανάστησόν με ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως». Στην «Pinia» και κάτω από την μεταλλική κουκουνάρα, που κρέμεται αναβιώνει το έθιμο της «Μαστέλας». Στη μέση του πεζοδρομίου τοποθετούμε ένα ξύλινο βαρέλι, στολισμένο με μυρτιές και βέρντε γεμάτο με νερό. Ο κόσμος ρίχνει νομίσματα για ευχές στο νερό και μόλις ακουστούν οι καμπάνες τρέχουν να μπουν στο βαρέλι. Όποιος προλάβει να μπει, παίρνει τα χρήματα.

Στη Ζάκυνθο τα έθιμα της Μ. Εβδομάδας αποκαλούνται «αντέτια». Από αυτά, ξεχωρίζουν τα άσπρα περιστέρια που αφήνει ο ιερέας κατά την Πρώτη Ανάσταση, ενώ οι νοικοκυρές ρίχνουν πήλινα κανάτια από τα μπαλκόνια, κατά τις προσταγές ενός εθίμου, αντίστοιχου με αυτό της Κέρκυρας. Το Ευαγγέλιο της Ανάστασης ψάλλεται με τον ιδιαίτερο «μουσικό» τρόπο της Επτανησιακής παράδοσης, ενώ η Αναστάσιμη ακολουθία πραγματοποιείται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μόνο στον Άγιο Μάρκο. Οι υπόλοιπες εκκλησίες αρκούνται στο χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας και πραγματοποιούν την ακολουθία το πρωί της Κυριακής.

Στα περισσότερα χωριά της Κρήτης, πριν την ανάσταση, όλα τα παιδιά μαζεύουν ξύλα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να καεί και τα αφήνουν στα προαύλια των εκκλησιών. Την παραμονή της Ανάστασης σχηματίζουν ένα βουνό από τα ξύλα και στην κορυφή του τοποθετούν τον Ιούδα, ένα σκιάχτρο κατασκευασμένο από ένα παλιό κουστούμι και την ώρα που ο παπάς λεει το «Χριστός Ανέστη» βάζουν φωτιά και τον καίνε. Η νύχτα γίνεται μέρα από τα πυροτεχνήματα και οι καμπάνες των χωριών χτυπούν συνεχώς.

Στα χωριά της Ρόδου ξεχωρίζει το έθιμο του καψίματος του Ιούδα. Σε όλες τις εκκλησίες συγκεντρώνονται μεγάλες κουτσούρες και ξύλα, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας στις οποίες καίγεται το ομοίωμα του Ιούδα ως τιμωρία για την προδοσία του Ιησού. Το έθιμο αυτό τηρείται σε όλα σχεδόν τα χωριά της Ρόδου επί δεκαετίες.

Μια σημαντική διαφορά, σε σχέση με τις περισσότερες περιοχές της χώρας, είναι ότι στα Δωδεκάνησα την ημέρα του Πάσχα δεν περιλαμβάνεται στο μενού ο οβελίας, τα κοκορέτσια και τα συναφή εδέσματα. Την Κυριακή παραδοσιακά ετοιμάζουν τον «Λαμπριάτη» που είναι αρνί ή κατσίκι στο φούρνο γεμιστό με ρύζι και εντόσθια, που στα χωριά της Ρόδου ονομάζεται «καπαμάς». Του Λαζάρου, επίσης, σε όλα τα σπίτια οι νοικοκυρές φτιάχνουν στριφτά κουλουράκια, τα «Λαζαράκια», συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό το σώμα του Λαζάρου που ήταν τυλιγμένο στο σάβανο.

Στο νησί της Καλύμνου, εντυπωσιακή είναι η Ανάσταση, με τους αυτοσχέδιους δυναμίτες που ρίχνονται και οι οποίοι ταρακουνούν στην κυριολεξία το νησί.

Στην Κω τα παιδιά παίρνουν μεγάλα κλειδιά από εκείνα που είχαν οι παλιές κλειδαριές, δένουν με ένα σχοινί το κλειδί με μπαρούτι και βάζουν το καρφί στην τρύπα του κλειδιού, το βράδυ της Ανάστασης το χτυπούν δυνατά στον τοίχο για να εκπυρσοκροτήσει. Άλλοι κόβουν μακριές λωρίδες χαρτιού, βάζουν στην άκρη της κάθε λωρίδας μπαρούτι και ένα φιτίλι, την τυλίγουν τριγωνικά, ώστε να προεξέχει το φυτίλι που το ανάβουν την ώρα που ο παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη». Το πρωί του Μ. Σαββάτου, η εκκλησία στρώνεται με μικρά μοβ μυρωμένα λουλούδια του βουνού που λέγονται λαμπρές.

Στην Κάρπαθο τα πασχαλινά έθιμα ξεχωρίζουν στο χωριό Όλυμπος, όπου οι κάτοικοι ακολουθούν τις παραδόσεις. Αποχωρίζονται τις παραδοσιακές πολύχρωμες στολές τους μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν τις αντικαθιστούν με μια «πένθιμη» ενδυμασία. Οι γυναίκες ετοιμάζουν το Μεγάλο Σάββατο, το λαμπριάτικο οφτό για την επόμενη μέρα, δηλαδή κατσικάκι ή αρνί με γέμιση, κυρίως από ρύζι. Τη Δευτέρα του Πάσχα οι γυναίκες πηγαίνουν στους φούρνους, για να φουρνίσουν πασχαλινές πίτες με μυζήθρα και μπαχαρικά και στη συνέχεια στο νεκροταφείο για να ασπρίσουν και να στολίσουν με λουλούδια τους τάφους. Οι Ολυμπίτες στολίζουν την τρίτη μέρα της Λαμπρής τις εικόνες της εκκλησίας με χρωματιστές μαντίλες και τις κουβαλάνε στα χέρια, οδεύοντας ξανά προς το νεκροταφείο.


ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ…

-Στη Νάξο στο πασχαλινό τραπέζι ξεχωρίζει το παραδοσιακό «μπατούδο», κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο.

-Στην Αμφίκλεια και συγκεκριμένα το Δαδί δημιουργούνται «λάκκοι», όπου ψήνονται πολλά αρνιά μαζί, ενώ προσφέρονται αυγά, κρασί, και γλυκά.

-Στην Κάλυμνο τη Δευτέρα του Πάσχα γίνεται η αναπαράσταση της αναχώρησης των σφουγγαράδων. Ο κόσμος μαζεύεται στο λιμάνι, οι ιερείς κάνουν αγιασμό στις βάρκες και στήνεται γλέντι με παραδοσιακή μουσική.

-Στην Κάρπαθο αντί για σουβλιστό αρνί, την Κυριακή του Πάσχα τρώνε το “βυζάντι”. Είναι γεμιστό αρνί με ρύζι, πλιγούρι και εντόσθια.

Στα Βυζαντινά χρόνια έφτιαχναν κουλούρα που στην μέση της είχε ένα κόκκινο αυγό. Το αυγό, από το οποίο βγαίνουν τα πουλιά, συμβολίζει τη ζωή, ενώ το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωής.

-Τα έθιμα ξεκινούν από το Σάββατο του Λαζάρου, που τα παιδιά γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούν το “Λάζαρο”, συγκεντρώνοντας χρήματα και αυγά.Την Μ. Τετάρτη γίνεται το πλύσιμο και το καθάρισμα του σπιτιού ενώ το απόγευμα γίνεται στην εκκλησία το ευχέλαιο. Τη Μ. Πέμπτη βάφουν τα αυγά. Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ, αφού τελειώσουν τα 12 Ευαγγέλια, κοπέλες αναλαμβάνουν να στολίσουν τον επιτάφιο με γιρλάντες από λευκά λουλούδια, έτσι τη Μ. Παρασκευή το πρωί ο επιτάφιος είναι έτοιμος για να δεχθεί το “σώμα του Χριστού” κατά την Αποκαθήλωση. Η Μ. Παρασκευή, είναι ημέρα πένθους, ο λαός ζει με μεγάλη κατάνυξη το Θείο Δράμα.

.

www.ellines.com




Καλό ταξίδι Δημήτρη. Κουράγιο Πέτρο

Έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 76 ετών ο συνάδελφός μας Δημήτρης Καλτσής, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα Ιωάννινα, τα Τρίκαλα, την Καλαμπάκα, τη Σόλωνος, τη Διεύθυνση Γενικού Λογιστηρίου, τη Διεύθυνση Οργάνωσης και τη Διεύθυνση Πληροφορικής. Ο Δημήτρης διακρινόταν από το ήθος, τη συνέπεια και την εργατικότητα, ενώ διατηρούσε πάντοτε τις καλύτερες σχέσεις με όλους τους συναδέλφους που είχαν την τιμή να συνυπηρετήσουν μαζί του.

Ο Δημήτρης είχε δημιουργήσει μία αυθεντική Ιονική Οικογένεια, αφού και ο γιος του Πέτρος Καλτσής είναι επίσης συνάδελφός μας και του ευχόμαστε κουράγιο σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Τόσο η σύζυγος του εκλιπόντος, Αμαλία, όσο και τα παιδιά τους, ο συνάδελφός μας Πέτρος, η Αθηνά, η Θεοδώρα, ο Αποστόλης και ο Άγγελος είμαστε βέβαιοι ότι θα παραμείνουν ενωμένοι για να ξεπεράσουν την απώλειά του και να τιμήσουν τη μνήμη του.

Εκ μέρους σύσσωμης της Ιονικής Οικογένειας εκφράζουμε τα βαθιά μας συλλυπητήρια στους οικείους του εκλιπόντος.

Η εξόδιος ακολουθία του συναδέλφου έγινε στο Κοιμητήριο του Βύρωνα.

Καλό ταξίδι Δημήτρη!




Καλό ταξίδι Τάσο

Έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 67 ετών ο συνάδελφός μας Αναστάσιος Σχίζας που είχε υπηρετήσει στο κατάστημα Ιπποκράτους, τη Διεύθυνση Καταστημάτων και Εργασιών και τη Διεύθυνση Ιονοκάρτας. Τον διέκριναν το ήθος, η συνέπεια και η εργατικότητα και όσοι συνάδελφοι είχαν την τιμή να συνυπηρετήσουν μαζί του θα κρατήσουν τις καλύτερες αναμνήσεις από την κοινή εργασιακή τους πορεία.

Η απώλειά του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη σύζυγό του Γεωργία και τα παιδιά τους, Γιώργο, Μαρία και Θοδωρή, οι οποίοι είμαστε βέβαιοι ότι θα παραμείνουν ενωμένοι και θα τιμήσουν τη μνήμη του αγαπημένου τους συζύγου και πατέρα.

Εκ μέρους σύσσωμης της Ιονικής Οικογένειας εκφράζουμε τα βαθιά μας συλλυπητήρια στους οικείους του εκλιπόντος.

Η εξόδιος ακολουθία του συναδέλφου θα γίνει σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη 25/4, στις 12 το μεσημέρι, στο Κοιμητήριο Αγίου Βασιλείου στο Περιστέρι.

Καλό ταξίδι Τάσο!




Πιστώθηκαν οι κύριες και οι επικουρικές συντάξεις

Συνάδελφοι,

Σας ενημερώνουμε ότι λόγω των εορτών του Πάσχα οι συντάξεις του Μαΐου καταβλήθηκαν νωρίτερα. Επομένως σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη 24/4, έχουν πιστωθεί στους λογαριασμούς των δικαιούχων συνταξιούχων συναδέλφων τόσο η κύρια σύνταξη όσο και η επικουρική σύνταξη.




Στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στηρίζουμε και τους φίλους της Ιονικής Οικογένειας – Μανώλης Μπουσούνης, υποψήφιος Δήμαρχος Πετρούπολης με το συνδυασμό «Ενεργοί πολίτες – Δημοτική Κίνηση Πετρούπολης»

Στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δε στηρίζουμε μόνο τους υποψηφίους συναδέλφους, αλλά και τους φίλους της ΙΟΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.


· Σπούδασε Οικονοµικά. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου στην Οικονοµική Επιστήµη του Τµήµατος Δηµόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστηµίου, πτυχιούχος του Τµήµατος Οικονοµικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου Πατρών και πτυχιούχος του Τµήµατος Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πειραιά.

· Σύμβουλος στο Γραφείο του Πρωθυπουργού

Ο κ. Μανώλης Μπουσούνης με την ιδιότητά του ως σύμβουλος στο γραφείο του Πρωθυπουργού το 2017, στήριξε εμπράκτως και με εντιμότητα τον αγώνα του Συλλόγου μας υπέρ των καθαριστριών ενάντια στις αντεργατικές τακτικές της ALPHA BANK. Επίσης συνέδραμε και με άλλες ενέργειές του τις προσπάθειές μας για την επίλυση εργατικών και ασφαλιστικών ζητημάτων που απασχολούσαν την ΙΟΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.

 .

Συνάδελφοι,

Ο φίλος μας Μανώλης Μπουσούνης είναι νέος στην ηλικία και την πολιτική και χρειάζεται την υποστήριξή μας.

Όπως μας βοήθησε κι αυτός, πρέπει να τον συνδράμουμε κι εμείς στον αγώνα που δίνει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης και ιδεολογικής προέλευσης.

Μπείτε στο facebook αναζητώντας Μανώλης Μπουσούνης για περισσότερες πληροφορίες για την προσωπικότητα και τη δράση του.

Του ευχόμαστε καλή επιτυχία στο δύσκολο αγώνα που δίνει.

ΙΟΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ & ΣΥΙΛΤΕ




Ένας «απρόσεκτος» κύριος: οι ακίνδυνες παγίδες που στήνει ο κ. Κολλάτος στο Συνεταιρισμό μας

Η λογική επιτάσσει να μην ασχολούμαστε άλλο με τον κ. Κολλάτο και τα αναληθή δημοσιεύματά του.

Ωστόσο, τα συνεχή ψεύδη του δεν μπορεί να μένουν πάντα αναπάντητα…

· Σε μία ανάρτησή του… εκτός τόπου, χρόνου και λογικής, «αποφάσισε» ότι οι πρόσφατες εκλογές του Συνεταιρισμού είναι άκυρες… Να τον πληροφορήσουμε λοιπόν ότι ακολουθήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες για τη διεξαγωγή των αρχαιρεσιών, κάτι που γνωρίζει πολύ καλά, αφού και ο ίδιος ήταν παρών στη Γενική Συνέλευση της 26/2/19, η οποία περιλάμβανε στη δημοσιευμένη ημερήσια διάταξη το θέμα διεξαγωγής αρχαιρεσιών και μετά από τη συζήτηση τους Σώματος των συνεταίρων αποφάσισε τη διεξαγωγή τους! Οι εκλογές διεξήχθησαν καθόλα νόμιμα, από την εκλεγμένη από τη Γ.Σ. Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή (και όχι την Εξελεγκτική Επιτροπή όπως αναφέρει λόγω πλήρους άγνοιας της διαδικασίας…) και με νόμιμα ορισμένους δικαστικούς αντιπροσώπους. Προφανώς ο κ. Κολλάτος θεωρεί ότι οι δικές του «εκτιμήσεις» και τα συμφέροντα υπερτερούν των αποφάσεων του ανώτατου οργάνου των συνεταίρων, αλλά και της εποπτείας της νομιμότητας της διαδικασίας από τους δικαστικούς αντιπροσώπους…

· Επιπλέον, ο κ. Κολλάτος στο δημοσίευμά του αναφέρει κάτι ακόμα, απολύτως αναληθές, ότι παραιτήθηκε από πρόεδρος ο συνάδελφός μας και τέως Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, Νίκος Κάβουρας. Η αναξιοπιστία του κ. Κολλάτου δεν έχει όρια και μάλιστα εκτίθεται μόνος του! Βλέπετε, ο «απρόσεκτος» κύριος πιθανότατα παρέλειψε να διαβάσει τα αποτελέσματα των αρχαιρεσιών… Να τον πληροφορήσουμε λοιπόν ότι ο συνάδελφος Κάβουρας κατόπιν προσωπικής του επιθυμίας ήταν υποψήφιος για το Εποπτικό Συμβούλιο, όπου και εξελέγη πρώτος στις προτιμήσεις των συναδέλφων… Τα συμπεράσματα δικά σας.

· Όσο για τα οικονομικά στοιχεία του Συνεταιρισμού, ήταν στη διάθεση όλων των συνεταίρων στη Γ.Σ., στην οποία έδωσε το παρών ο κ. Κολλάτος, αλλά προφανώς διέφυγε της προσοχής του «απρόσεκτου» κυρίου…


Δυστυχώς, η επιθυμία του κ. Κολλάτου να υπονομεύσει τη λειτουργία του Συνεταιρισμού μας και τα οφέλη που προκύπτουν από τη δραστηριότητά του για τα μέλη του, τους συναδέλφους της Ιονικής Οικογένειας, είναι γνωστή.

Μπορεί ο ίδιος:

  • Να επιθυμεί να σταματήσει η συμπληρωματική κάλυψη υγείας των συναδέλφων που δεν καλύπτονται πλέον από τη ΑΧΑ – κενό που κάλυψε ο Συνεταιρισμός μας με την ασφαλιστήριο της Eurolife
  • Να σταματήσει η λειτουργία της κάρτας υγείας ΕΛ.Π.Ι.Δ.Α. με τις μοναδικές παροχές στην πρωτοβάθμια ασφαλιστική κάλυψη – που υπερτερούν εμφανώς κάθε άλλου αντίστοιχου προγράμματος
  • Να χάσουν οι συνάδελφοι και οι οικογένειές τους όλες τις μοναδικές προσφορές που παρέχει (και θα επεκταθούν) ο Συνεταιρισμός μας     

Βέβαια, οι ευσεβείς του πόθοι – να μη λειτουργήσει ο Συνεταιρισμός – δεν πρόκειται να ευοδωθούν!

Ο Συνεταιρισμός μας μετά την περίοδο εξυγίανσής του βρίσκεται σε μία γόνιμη και δημιουργική περίοδο και λίαν συντόμως με τη λειτουργία της ιστοσελίδας και του eshop, φιλοδοξούμε ότι θα… εκτοξευτεί και όλοι οι συνάδελφοι θα διαπιστώσουν -σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό- πόσο επωφελής είναι η συνέχιση της λειτουργίας του για τα συμφέροντά τους.

Η συνοχή της Ιονικής Οικογένειας είναι δεδομένη και όσο υπονομευτικός κι αν είναι ο ρόλος του εν λόγω κυρίου, θα είναι σύντομος, αφού σε καμία περίπτωση δεν θα τον ανεχθούν επί μακρόν οι Ιονικάριοι. Όλοι κρινόμαστε, αλλά ο κ. Κολλάτος έχει κριθεί προ πολλού…