«Τρεις ζωές» είναι ο κατ’ αρχήν τίτλος και αναφέρεται σε τρία πρόσωπα που πέρασαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους δίπλα στους τρεις πολιτικούς που κυβέρνησαν τον τόπο επί σειράν ετών, μετά τον πόλεμο.
Στην σκηνή, τα τρία αυτά πρόσωπα, ακολουθώντας πάντα την ίδια σειρά, είτε συνομιλούν μεταξύ τους είτε απευθύνονται κάπου αορίστως. Οι συνομιλίες τους εξελίσσονται σε πέντε διαφορετικές Πράξεις. Πέρα από το γεγονός ότι μέσα από τα λόγια τους περνάει ως «τρέιλερ» όλη η νεότερη ιστορία της χώρας, επιπροσθέτως θέτουν υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή που έχασαν και για το πώς είναι να βρίσκεσαι στη σκιά της ιστορίας, ζώντας επέκεινα της εξουσίας. Και μας καθοδηγούν στα μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής, βάζοντας στην εξίσωση τις σχέσεις των ηγετών μαζί τους αλλά και με το ανώνυμο πλήθος που τους αντιλαμβάνεται ως Μεσσίες.
Αόρατος πρωταγωνιστής και ο χρόνος: το παρελθόν, το τώρα η πραγματικότητα αλλά και το μέλλον. Τρεις ζωές σε πολλούς χρόνους που συχνά γίνονται ένας. Τρεις άνθρωποι, τρεις διαφορετικές γενιές που μετά από χρόνια κάνουν αποτίμηση της προσωπικής τους ζωής. Με φόντο τις δυσκολίες του σήμερα και τις συνέπειες των Μνημονίων στις ζωές των ανθρώπων αλλά και τις δικές τους.
Η έπαρση και η αλαζονεία, η επιθυμία για δόξα και χρήματα, η διαφθορά, η αδιαφορία, η παραίτηση και πολλά άλλα εγγενή ελαττώματα των ανθρώπων, καταγράφονται στον ιδιαίτερο χάρτη της ψυχής τους, στο πλαίσιο ενός ατελέσφορου τελικού απολογισμού.
.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης σε έναν αξιοπρόσεκτο αριθμό ποιημάτων του βάζει στο «κάδρο της ιστορίας» πρόσωπα παντελώς άγνωστα και «παραμελημένα» από τους ιστοριογράφους. Στα 154 «εν’ όλω» αριστουργήματά του, δεν είναι καθόλου αμελητέα η ενασχόληση του Αλεξανδρινού με τους ξεχασμένους «Καισαρίωνες» αλλά και με τα «ήσσονος σημασίας» ιστορικά γεγονότα, τα οποία φωτίζει και διογκώνει με τον μεγεθυντικό ποιητικό φακό του.
Ο Γιώργος Σεφέρης, επίσης, επέλεξε κάποια άγνωστα ιστορικά γεγονότα προκειμένου να παρουσιάσει -αρνητικές ή θετικές- συμπεριφορές, αντιλήψεις και πράξεις κάποιων προσώπων. Ο Νομπελίστας ποιητής μας στα λεγόμενα «Κυπριακά» αριστουργήματά του, γοητεύεται από τους λαϊκούς μύθους, καθώς, βασίζει τα ποιήματά του αυτά σ’ ένα ιστοριογραφικό κείμενο -το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά-, με το οποίο διατηρεί μια ανοιχτή επικοινωνία, παραθέτοντας ακόμη και αυτούσια χωρία.
Αμφότεροι επιχειρούν να αναδείξουν διάφορες σταθερές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, οι οποίες εκδηλώνονται διαχρονικά και καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ανεξάρτητα από την εποχή που έζησαν, τα ιστορικά πρόσωπα που επιλέγουν οι μεγάλοι ποιητές μας, οι συμπεριφορές, τα ελαττώματα ή οι αρετές τους, είναι ενδεικτικές για τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε κάθε εποχή, επαναλαμβάνοντας αέναα τα ίδια λάθη και υποκύπτοντας στις ίδιες επιθυμίες.
.
Στο κείμενο που ακολουθεί (παρατίθεται μόνον η Πρώτη Σκηνή) «Καισαρίωνες» και «Τζουάν Βισκούντηδες» είναι δύο πρόσωπα που πέρασαν 40 χρόνια της ζωής τους δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο πρώτος και τον Κώστα Μητσοτάκη ο δεύτερος, ενώ το τρίτο πρόσωπο είναι η τελευταία σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου. Τρεις ήρωες όχι ακριβώς της διπλανής πόρτας, αλλά σίγουρα αξιοπρόσεκτοι, καθότι θήτευσαν επί μακρόν επέκεινα της εξουσίας και μπροστά στα μάτια τους διαδραματίστηκαν οι κορυφαίες στιγμές του έθνους τις τελευταίες έξι δεκαετίες.
Πίσω από τις κουίντες παρακολουθούσαν λαίμαργα και παθητικά την ιστορία. Είναι ακόμη εν ζωή και το εγχείρημα ως εκ τούτου έχει τις δυσκολίες του, πολύ περισσότερο καθώς στα τρία αυτά πρόσωπα προστίθενται ιδιότητες, «μυθοπλαστική αδεία», που τους καθιστούν μεστούς «σοφίας», αποκτημένης υποτίθεται στα χρόνια της «μαθητείας» τους δίπλα στους τρεις σημαντικότερους πολιτικούς της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας.
Εξακολουθούν να τους αγαπάνε πολύ, τους εκθειάζουν συχνά με αμετροέπεια αλλά δεν τους «χαρίζονται» πάντα, ενώ η συζήτηση φτάνει μέχρι τα σημερινά χρόνια των Μνημονίων. Με τους «επίγονους» να έχουν αναλάβει πλέον τα «ηνία» και πανταχού παρόντα το «Νεποτισμό», με τον οποίον είναι αρκούντως συνδεδεμένη και άκρως διαποτισμένη η νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου.
Μ.Κ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Οι τρεις πρωταγωνιστές παραμένουν σκυφτοί ή κοιτάζουν στο βάθος της αίθουσας, λίγο πριν αυτοσυστηθούν και αρχίσουν να συνομιλούν).
.
– Είμαι ο Πολύδωρος από την Μύκονο. Σεφ ονομαστός. Τι είδαν τα μάτια μου και τι άκουσαν τα αυτιά μου, δεν λέγεται! Μετά τον στρατό βρέθηκα δίπλα του. Του μαγείρευα. Τον φρόντιζα. Ύστερα από 40 και βάλε χρόνια εγώ του έκλεισα τα μάτια.
– Είμαι ο Ρούσος από την Κρήτη. Έγινα αστυνομικός μόλις τέλειωσα το σχολείο. Δεν μου άρεσαν πολύ τα γράμματα και οι γονείς μου είπαν πως έπρεπε να βρω μια δουλειά χωρίς πολλές ευθύνες. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει το μισθουλάκι να πέφτει. Βρέξει χιονίσει. Με πήγαν στον τοπικό βουλευτή και εκείνος κανόνισε τα περαιτέρω. Παιδί αμούστακο μπήκα στην αστυνομία. Δεν μιλούσα σχεδόν ποτέ. Μόνο τα τυπικά. Τώρα όμως θα μιλήσω. Θα τα πω όλα.
– Είμαι η Περσεφόνη από την Ελευσίνα. Γεννήθηκα σ’ ένα σπίτι απέναντι από μια τσιμινιέρα. Ακόμη και σήμερα δεν μου έχει φύγει η μπόχα του φουγάρου της. Ήθελα να γλυτώσω από εκεί. Δεν άντεχα. Ήμουν και ωραίο κορίτσι, όπως μου λέγανε. Βρήκα γρήγορα δουλειά. Εξαιρετική εργασία και καλοπληρωμένη. Με τα ταξίδια μου, με τα όλα μου.
Πολύδωρος: Ο Πρόεδρος ήταν νέος ακόμη. Και όμορφος. Μιλούσε κάπως περίεργα. Συχνά δεν καταλάβαινα ακριβώς τι μου έλεγε και έβγαζα το νόημα από τα συμφραζόμενα. Ήταν μόνος του ακόμη τότε. Μπεκιάρης. Και ομορφάντρας. Όλες οι Κολωνακιώτισσες και οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας τον θέλανε.
Ρούσος: Ο δικός μου ήταν σχεδόν 60 χρονών όταν με πήρε κοντά του. Τον συμπάθησα και μάλλον με αγάπησε κι εκείνος. Ήμουν η σκιά του, ο φύλακας άγγελός του, όπως μου έλεγε. Είδα και άκουσα πολλά εκεί δίπλα του. Αλλά δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν. Δεν μου πήρε κανείς λέξη. Ποτέ. Ακόμη και η κυρά μας που ήθελε να τα μαθαίνει όλα. Θέλω όμως να μιλήσω γι’ αυτόν τώρα. Και για τους άλλους.
Περσεφόνη: Τον θαύμαζα από μικρό κορίτσι. Από το Γυμνάσιο. Οι δικοί μου δεν τον συμπαθούσαν. Ψήφιζαν τον δικό σου, Πολύδωρε. Αλλά εγώ είχα γοητευτεί. Μάγευε τα πλήθη. Από τότε ονειρευόμουν να σταθώ πλάι του σε κάποιο μπαλκόνι με τον κόσμο να παραληρεί από κάτω. Τελικά η εξουσία είναι το απόλυτο αφροδισιακό.
Πολύδωρος: Σχεδόν, με το που μπήκα στη δούλεψή του γνώρισα τη γυναίκα μου. Κι εκείνος τη δική του. Ο πρόεδρος όμως δεν στέριωσε. Χώρισε σε λιγότερο από δέκα χρόνια με την κυρία Αμαλία, το γένος Κανελλοπούλου. Παρόλο που ήταν τόσο ταιριαστό ζευγάρι. Ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο. Ακόμη και σήμερα που τα συζητάω με την γυναίκα μου δεν έχουμε καταλήξει στο τι έφταιξε, τι δεν πήγε καλά.
Ρούσος: Η δική μου, η κυρία Μαρίκα, ήταν τσαούσα και του είχε βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Ήταν αγαπημένοι μέχρι το τέλος. Έφυγε πρώτη η καημένη, που ήταν άρρωστη για χρόνια.
Περσεφόνη: Όταν τον γνώρισα ήταν ακμαίος. Ήταν μεγαλύτερος από τη μάννα μου. Με πρόσεξε από την πρώτη στιγμή. Ένιωσα το ατίθασο βλέμμα του καρφωμένο σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματός μου. Κοκκίνισα αλλά μου άρεσε. Δεν άργησε να μου ζητήσει να βγούμε. Και ενέδωσα. Το κοριτσίστικο όνειρό μου γινόταν πραγματικότητα.
Πολύδωρος: Ο Πρόεδρος πέρασε περιπέτειες. Τα έβαλε με την Φρειδερίκη και το Παλάτι. Δεν άντεξε και τα βρόντηξε. Φύγαμε στην Ελβετία, στη Λουκέρνη. Μια πόλη ζωγραφιά. Δεν μείναμε όμως για πολύ. Σε τρεις μήνες πάλι πίσω για τις εκλογές του Νοεμβρίου, του ΄63. Δεν είχε πολύ διάθεση. Άκουγε και τους αντιπάλους του να τον κατηγορούν για χίλια μύρια όσα. Βία και νοθεία, υπόθεση Λαμπράκη, ΔΕΗ, «Βραχώδη οικόπεδα» ΠΕΣΙΝΕ, ΕΣΟ ΠΑΠΑΣ και δεν θυμάμαι τί άλλο. Παρόλα αυτά άντεξε σαν παλικάρι και τα αντιμετώπισε όλα με ευπρέπεια. Έχασε στο τσακ. Για πολύ λίγο. Η μοναδική του ήττα σε εκλογές. Αλλά και ο Γέρος που ήρθε πρώτος με βραχεία κεφαλή, δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μόνος του. Δεν ήθελε να στηριχτεί και στην ΕΔΑ. Ήταν αμετανόητος αντικομμουνιστής, άλλωστε. Σε λίγες μέρες φύγαμε άρον-άρον στο Παρίσι. Δεν ξέραμε για πόσο, αλλά μείναμε τελικά 10 χρόνια.
Ρούσος: Έφυγε με το όνομα Τριανταφυλλίδης. Δεν υπηρέτησε ποτέ τον τόπο από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μόνον ως απλός βουλευτής για πολύ λίγο. Προπολεμικά.
Περσεφόνη: Πήγαινα στο Δημοτικό και νομίζω ότι ο πατέρας μου είχε πικραθεί πολύ με τη φυγή του. Έλεγε πως θα μας βρουν συμφορές.
Πολύδωρος: Και μας βρήκανε. Ευτυχώς επέστρεψε και έβαλε τη χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά. Ξεκινούσα κι εγώ μαζί με τον Πρόεδρο την προσωπική μου περιπέτεια. Δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα.
Ρούσος: Ήμουν μικρό παιδί τότε. Τα θυμάμαι θαμπά όλα αυτά, αφού στο χωριό δεν έφταναν τα νέα κανονικά. Τον έβριζε όλη η Κρήτη τον Καραμανλή. Και ο δικός μου έτρεχε από το Καστέλι ως τη Σητεία και έκανε Ανένδοτο αγώνα. Όμως μετά τον γιουχάρανε κι αυτόν, όταν άφησε το Γέρο και μπήκε στην κυβέρνηση του Νόβα και του Στεφανόπουλου. Δεν μπόρεσε να γιατρέψει για χρόνια αυτή την πληγή. Αλλά τουλάχιστον οι Χανιώτες τον αγαπούσαν και γρήγορα τον συγχώρεσαν.
Περσεφόνη: Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνα τα χρόνια. Είχαμε και τις διάφορες μεταθέσεις του πατέρα μου.
Πολύδωρος: Στη Γαλλία πέρασα όμορφα. Εκεί γεννήθηκε και το πρώτο μου, παιδί, η Μαρία. Ο Πρόεδρος ήταν συνεχώς σκεφτικός και συνοφρυωμένος. Ανησυχούσε με όσα γίνονταν στην Ελλάδα. Άφησε το κόμμα στον Κανελλόπουλο, αλλά ήθελε να κάνει κουμάντο ο ίδιος από το Παρίσι. Σ’ αυτόν έτρεχαν όλοι και τον ρωτούσαν. Ο Τσάτσος, ο Ράλλης, ο Ροδόπουλος. Τους είχαμε συνέχεια στο σπίτι. Κι όταν ήρθαν οι Συνταγματάρχες στα πράγματα, τότε όλα έγιναν ακόμη πιο σκούρα και άραχλα.
Ρούσος: Είχε πολλά βαφτιστήρια ο σύντεκνος. Λέγανε πως δεν τα ξέχναγε το Πάσχα, ακόμη κι όταν έλειπε στο εξωτερικό. Έστελνε πάντα τα αυγά και τις λαμπάδες τους.
Περσεφόνη: Θυμάμαι το καλοκαίρι με τα γεγονότα στην Κύπρο. Ο μπαμπάς ήταν ανήσυχος και μαζί του όλοι εμείς, επειδή θα πήγαινε στον πόλεμο. Ήταν στρατιωτικός και έφτασε στον βαθμό του υποστρατήγου του Πεζικού. Φάνηκε να ξαλαφρώνει όταν ήρθε ο Καραμανλής, γιατί τους χουντικούς δεν τους συμπαθούσε. Τους θεωρούσε αμόρφωτους και επικίνδυνους.
Πολύδωρος: Ήταν μια δύσκολη μέρα για τον Πρόεδρο, η μέρα της επιστροφής. Ο Ζισκάρ του έδωσε το προσωπικό του αεροπλάνο και γύρισα κι εγώ μαζί του. Τι υποδοχή ήταν εκείνη; Από το αεροδρόμιο ως το Σύνταγμα ο κόσμος τον αποθέωνε. Τον έβλεπα σκεφτικό αλλά και αποφασιστικό. «Προσεύχεσθε υπέρ εμού», είπε όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο. Τώρα ένιωθε τον κόσμο να τον υποδέχεται ως Μεσσία. Είχε όμως τις ανησυχίες του. Στην αρχή μέναμε σε διαφορετικά σπίτια στην Αθήνα. Ακόμη πιο συχνά σε κότερα. Η χούντα δεν θα συμβιβαζόταν εύκολα με τη νέα κατάσταση και σίγουρα κάποιοι θα θέλανε να τον σκοτώσουν. Σιγά-σιγά, όμως, τα έβαλε όλα σε μια σειρά.
Ρούσος: Έμαθα από τη μάννα μου ότι γύρισε ο Μητσοτάκης εκείνο το καλοκαίρι και ήρθε μάλιστα στα Χανιά. Οι περισσότεροι του έκαναν παγερή υποδοχή. Τα βαφτιστήρια του φιλούσαν το χέρι, ενώ οι δικοί του άνθρωποι έβαζαν κι έπιναν τσικουδιές. Προσπαθούσε να σπάσει τον πάγο και έξω από τα Χανιά, αλλά εκεί τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα
Περσεφόνη: Ο Ανδρέας ήρθε λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο. Τον έβλεπα στην ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας. Φορούσε ζιβάγκο και έκανε κάτι δηλώσεις για αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ. Δεν ήξερα πολλά πράγματα γι’ αυτόν ακόμη. Αλλά μου άρεσε έτσι όπως τα έλεγε με στόμφο και θυμό.
Πολύδωρος: Όταν η κατάσταση κάπως διορθώθηκε μέναμε μόνιμα, πλέον, απέναντι από το Καλλιμάρμαρο. Κέρδισε θριαμβευτικά τις εκλογές, έκανε το δημοψήφισμα για την Αβασίλευτη Δημοκρατία και ξεκίνησε να υλοποιήσει τη μεγάλη του Ιδέα: την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κατάφερε κι αυτό λίγο πριν φύγουμε από το Μαξίμου και πάμε απέναντι. Στην Ηρώδου του Αττικού.
Ρούσος: Ήμουν πλέον στην Αστυνομία όταν ο Πευκιανάκης με σύστησε στον Μητσοτάκη, τότε που έκανε το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων και αλώνιζε απ’ άκρη σ’ άκρη την Κρήτη. Στην υπόλοιπη Ελλάδα πατώσαμε αλλά στα Χανιά και το Ρέθυμνο βγάλαμε τους δύο μοναδικούς βουλευτές μας. Όμως όλοι στα Χανιά έλεγαν πλέον: «τώρα ποιος τον πιάνει τον ψηλό;» και πως «ξαναμπαίνει στο παιγνίδι χοντρά». Και είχαν δίκαιο.
Περσεφόνη: Τον ψήφισα για πρώτη φορά το ’77. Γίναμε αξιωματική αντιπολίτευση και άρχισα πλέον να ασχολούμαι με την ΠΑΣΚΕ. Κάτι μου έλεγε πως δεν θα αργούσε η στιγμή να τον συναντήσω και να του μιλήσω από κοντά.
Πολύδωρος: Ο Πρόεδρος είχε αποφασίσει να αφήσει το κόμμα. Δεν έβγαιναν όμως τα κουκιά για να γίνει Πρόεδρος Δημοκρατίας. Ήθελε 2-3 ψήφους ακόμη. Έτσι μπήκε στο κόμμα ο δικός σου, Ρούσο. Και σε λίγο το έκανε δικό του. Το κόμμα.
Ρούσος: Ήμουν τότε μαζί του. Η σκιά του. Μαζί στο υπουργείο Συντονισμού, μαζί στις περιοδείες στην Κρήτη, μαζί και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όλοι του έλεγαν πως θα γίνει πρωθυπουργός.
Περσεφόνη: Ήμουν στην πλατεία Συντάγματος στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του ’81. Το πάθος του κόσμου ήταν πρωτόγνωρο. Το πλήθος παραληρούσε. Ήταν υπέροχος στο μπαλκόνι. Τη Δευτέρα έγινε πρωθυπουργός.
Πολύδωρος: Ο Πρόεδρος δεν τον εμπιστευόταν τον Ανδρέα. Συναντιόταν συχνά στο Προεδρικό, αλλά υπήρχε αμοιβαία καχυποψία. Ούτε και τον Μητσοτάκη τον συμπαθούσε, πάντως. Του άρεσε να συζητάει με διανοούμενους. Τον Τσάτσο, τον Χατζηδάκι, τον Μόραλη, τον Χορν…
Ρούσος: Όταν ήταν αρχηγός ο Αβέρωφ περιμέναμε πως για λόγους υγείας θα παραιτηθεί κάποια στιγμή. Κι αυτό δεν άργησε να συμβεί. Ήταν δύσκολος αντίπαλος ο Κωστής, βέβαια, αλλά τον κερδίσαμε και πήραμε το κόμμα.
Περσεφόνη: «Η Νέα Δημοκρατία εξέλεξε στην ηγεσία της ένα εφιάλτη», είπε την επομένη στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο Ανδρέας. Τον θαύμασα άλλη μια φορά. Από το ίδιο βήμα θα με υπερασπιζόταν αντρίκεια αρκετά χρόνια μετά, όταν θα απαντούσε στον δημοσιογράφο του «Έθνους», που τον προκάλεσε: «Εμένα να χτυπάτε όχι τη σύζυγό μου. Αυτό είναι άνανδρο».
Πολύδωρος: Βαρέθηκα, λέω να πηγαίνω. Θέλω να πάω και στα Μέγαρα.
Ρούσος: Να τα ξαναπούμε.
Περσεφόνη: Καλό βράδυ κύριοι. Ευχαρίστως να τα λέμε. Μ’ αρέσει να θυμάμαι εκείνα τα 10 χρόνια και τις 54 μέρες μαζί του. Αυτά τα χρόνια ήταν όλη μου η ζωή…