Οι μεγάλες στιγμές έρχονται ανύποπτα

Ο τίτλος του σημερινού μας δημοσιεύματος τα λέει όλα. Δεν πρόκειται βεβαίως για κάποιο αξίωμα ή μία απόλυτη αλήθεια. Οι μεγάλες στιγμές συχνά έρχονται μετά από κόπο, θυσίες και δουλειά. Ή μετά από σχεδιασμό και διαδικασίες. Υπάρχουν όμως και μεγάλες στιγμές που έρχονται σε ανύποπτο χρόνο, από εκεί που δεν το περιμένουμε και πραγματικά μπορεί να μας αλλάξουν τη ζωή. Είμαστε βέβαιοι ότι αν ο καθένας από εμάς σκεφτεί τη ζωή του διεξοδικά, θα βρει αρκετές τέτοιες…

Δε γνωρίζουμε αν η ακόλουθη ιστορία που θα σας παρουσιάσουμε είναι αληθινή ή όχι. Λίγη σημασία έχει. Η ουσία παραμένει ότι πράγματι, υπάρχουν στιγμές και γεγονότα στη ζωή μας, που κάποιες φορές έρχονται αναπάντεχα και μας καθορίζουν.


Οι μεγάλες στιγμές έρχονται ανύποπτα

Ένας ταξιτζής διηγείται:

Έφτασα στη διεύθυνση που μου είχαν πει. Χτύπησα δύο φορές την κόρνα του αυτοκινήτου, τίποτα… Αποφάσισα να φτάσω μέχρι την πόρτα και χτύπησα. Άκουσα μια αδύναμη φωνή και μου άνοιξε μια κυρία ηλικιωμένη. Φορούσε ένα φόρεμα και ένα μεγάλο καπέλο με βέλο. Δίπλα της μια τσάντα νάιλον. Τα έπιπλα του σπιτιού ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Στη γωνιά είδα ένα κουτί γεμάτο με φωτογραφίες και γυαλικά.

«Σε παρακαλώ θα μπορούσες να πας την τσάντα μέχρι το αυτοκίνητο;»

Πήρα την τσάντα, πιάστηκε από το χέρι μου και περπατήσαμε σιγά-σιγά μέχρι το ταξί. Μπήκαμε στο ταξί και μου έδωσε μια διεύθυνση. Ήταν η διεύθυνση ενός ασύλου. Μια κουρασμένη φωνή άρχισε να μου διηγείται πολύ αργά, πως είχε χάσει όλη της την οικογένεια, ήταν ολομόναχη και ο γιατρός της, της συνέστησε αυτό το άσυλο. Μου ζήτησε όμως διακριτικά να περάσουμε από το κέντρο της πόλης. Τις επόμενες δύο ώρες οδηγούσα μέσα στην πόλη. Μου έδειξε το κτήριο που εργαζόταν κάποτε, το σπίτι που έμενε νιόπαντρη με το σύζυγό της, μια αίθουσα χορού που πήγαινε όταν ήταν νέα. Πολλές φορές μου είπε να σταματήσω κάπου, κοίταζε κάτι δίχως να λέει το παραμικρό.

«Κουράστηκα», μου λέει κάποια στιγμή, «πάμε τώρα».

Φτάσαμε σε ένα σκοτεινό δρομάκι μπροστά σε ένα επίσης σκοτεινό κτήριο. Δύο νοσηλευτές βγήκαν έξω και ήρθαν προς το μέρος μας. Υπέθεσα ότι μας περίμεναν. Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ, πήρα την τσάντα της και όταν πλησίασα την κυρία, την είχαν ήδη καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι.

«Πόσο σας οφείλω», με ρώτησε. «Τίποτα» της απαντάω και χωρίς να το σκεφτώ, έσκυψα και την αγκάλιασα. Με κράτησε σφιχτά.

«Ευχαριστώ, μου έδωσες μεγάλη χαρά, σου εξιστόρησα σχεδόν όλη τη ζωή μου», μου είπε.

Λίγο αργότερα η πόρτα του ασύλου έκλεισε και ένιωσα πως έκλεισε η πόρτα μιας ολόκληρης ζωής. Για το υπόλοιπο της μέρας μου, οδηγούσα και ήταν βέβαιο ότι δεν μπορούσα να μιλήσω. Συνειδητοποίησα πως αυτή η κούρσα ήταν ό,τι πιο σημαντικό μου συνέβη τα τελευταία χρόνια. Πιστεύω τελικά πως οι μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μας, έρχονται εκεί που κανείς δεν τις περιμένει.

******

Ήταν η αφήγηση ενός ταξιτζή, για μια συνηθισμένη μέρα μιας συνηθισμένης κούρσας, που έμεινε και σημάδεψε τη ζωή του. Μια στιγμή που ανατρέπει την ισορροπία της ύπαρξής μας.