«Πού ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια…» – Του συνάδελφου Σαράντου Φιλιππόπουλου

Το πασίγνωστο τραγούδι του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή μας φέρνει πίσω στα χρόνια, τα παλιά, τα ωραία… Αλήθεια, πού είναι σήμερα τα χρόνια τα παλιά; Τα πονεμένα, αλλά αυθεντικά χρόνια που περάσαμε;  Τα δύσκολα, αλλά ανεπιτήδευτα. Τότε που οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά στις γειτονιές, πιο ενωμένοι μέσα στις αυλές, πιο μονιασμένοι στις οικογένειες…

Άλλωστε τι είναι ο κόσμος, η πατρίδα μας, οι ζωές μας; Στιγμές, γεγονότα, ιστορία, άνθρωποι, μνήμες, αντικείμενα, παιδικά χρόνια, γεύσεις. Στιγμές της αθώας καθημερινότητας των παιδικών μας χρόνων. Κειμήλια που αναζητούν να ξαναπλάσουν τις χαμένες γειτονιές και να τις γεμίσουν και πάλι με χαμόγελα, ζωντάνια, αλληλεγγύη…

Η Ελλάδα του τότε και του σήμερα. Όλες αυτές οι γλυκιές αναμνήσεις του χθες, η Ελλάδα της γειτονιάς που αφήσαμε οριστικά πίσω μας.

Συνεχίζοντας στο μοτίβο των αλησμόνητων στίχων, η περίοδος που ζήσαμε σαν χώρα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και λίγο πριν τα τέλη του περασμένου αιώνα, έρχεται σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει το τραγούδι : «5 χρόνια ζεις ειρήνη και 40 στη φωτιά»!

Γιατί πραγματικά (με μικρά διαλείμματα) ζήσαμε μία μακρά, ειρηνική περίοδο ευημερίας, ανάπτυξης και σε γενικές γραμμές καλής ζωής. Και δυστυχώς, από ό,τι φαίνεται, αυτή η παρατεταμένη περίοδος ευημερίας είναι πλέον παρελθόν.

Τα χρόνια πριν το Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα θα έλεγε κανείς ότι ακόμα δεν είχε αποτινάξει από πάνω της το βαρίδι του νέου και αδύναμου κράτους. Βασανιζόταν ακόμα από έντονες πολιτικές ταραχές, τεράστια φτώχεια και αναλφαβητισμό, ανύπαρκτες υποδομές, ακραία υπανάπτυξη και μηδενική στόχευση στην οικονομία.

Όχι ότι τα προβλήματα εξαφανίστηκαν μετά το πέρας του πολέμου. Αντίθετα μάλιστα, ακολούθησαν πολύ δύσκολα χρόνια τόσο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και λόγω των μετεμφυλιακών παθών. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι σταδιακά η χώρα άρχισε να μπαίνει στις ράγες προς την κατεύθυνση του σύγχρονου μετασχηματισμού του κράτους.

Άλλωστε δικαίως οι πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο χαρακτηρίζονται ως η εποχή εκβιομηχάνισης της χώρας. Ωστόσο, ακόμα ο κόσμος περνούσε δύσκολα, μεν, όμορφα, δε. Ο πληθυσμός της χώρας εκτινάχθηκε και τα χωριά ακόμα ήκμαζαν. Η φτώχεια ήταν μεγάλη, αλλά ήταν παρούσα η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια, που πράγματι σε μεγάλο βαθμό μετρίαζε τις δυσκολίες. Ήταν πράγματι μία εποχή «καθαρή», με όμορφα χαρακτηριστικά που ο άνθρωποι ήταν ειλικρινείς, με αγάπη για τον γείτονα, που ο ένας νοιαζόταν για τον άλλο. Μία εποχή που δημιούργησε ανεξίτηλες αναμνήσεις σε όλους εμάς που τη ζήσαμε.

Βέβαια, τολμώ να πω ότι εμείς είμαστε η ευνοημένη γενιά της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Γιατί θεωρώ ότι σε πολλά επίπεδα βιώσαμε την εξέλιξη και κορύφωση της πατρίδας μας.

Οι τέχνες και οι πνευματικοί άνθρωποι μεγαλούργησαν, φτάνοντας στο απόγειό τους: 

Αν και πλέον κοντεύει ένας αιώνας από όταν ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε τη μακρά του πορεία, ακόμα και οι σημερινές γενιές μεγαλώνουν με τις αξεπέραστες ταινίες του κλασικού, ελληνικού σινεμά και τους μεγάλους πρωταγωνιστές τους που έγραψαν ιστορία. Μέσα από αυτές τις ταινίες, αλλά βέβαια και με την ταυτόχρονη άνθιση του σύγχρονου, ελληνικού θεάτρου, αναδείχθηκαν κορυφαίοι ηθοποιοί και δημιουργοί, τεράστιες προσωπικότητες που πιστεύω ακόμα και σήμερα παραμένουν αξεπέραστες και θα αποτελούν για πάντα τον οδηγό και το φωτεινό παράδειγμα για οποιαδήποτε νέα δημιουργία.

Και βέβαια τα αθάνατα ελληνικά τραγούδια της εποχής (λαϊκό, ρεμπέτικο, έντεχνο κ.λπ.) που ακόμα και σήμερα, σε όποιο κέντρο διασκέδασης ή γλέντι κι αν βρεθείς, κυριαρχούν και δεν υπάρχει κανένας, μικρός ή μεγάλος, που να μην ξεσηκώνεται στο άκουσμά τους! Αυτά τα αριστουργήματα – που μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι απέχουν… έτη φωτός από τα σύγχρονα «ποπ» τραγούδια – θα ενθουσιάζουν για πάντα όλους τους Έλληνες, όσο θα συνεχίζει να υπάρχει η πατρίδα και το έθνος μας.

Και βέβαια, τι να πούμε για την ασύγκριτη άνθιση της λογοτεχνίας και της ποίησης κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα; Αυτή η χρυσή περίοδος για τα ελληνικά γράμματα και το ελληνικό πνεύμα που γέννησε λογοτέχνες και ποιητές παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνώρισης, που ταξίδεψαν τη χώρα μας σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και καθορίζουν ακόμα την εποχή μας.

Αν και σίγουρα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα, σταδιακά κατοχυρώθηκε η δημοκρατική λειτουργία, παρά την τραγική παρένθεση της χούντας. Η δημοκρατία εδραιώθηκε σε ακόμα πιο στέρεες βάσεις την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν και η χώρα μας έζησε μία ομαλότητα στην πολιτική κατάσταση με τη διαδοχή των κομμάτων στην εξουσία, μακριά από σοβαρές εκτροπές και αντιδημοκρατικές διαδικασίες.

Δεν έλειψαν οι εντάσεις βέβαια και ενίοτε οι συγκρούσεις. Αλλά όλα αυτά εκτυλίσσονταν στο πλαίσιο της διεκδίκησης για έναν καλύτερο κόσμο, για ένα καλύτερο αύριο και σίγουρα έδιναν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στις ζωές μας. Οι ιδεολογίες και τα οράματα κυριαρχούσαν. Οράματα και ιδεολογίες που πλέον έχουν προδοθεί και μοιάζουν ξεχασμένα από τη νεολαία του καταναλωτισμού και του ατομικισμού.

Μία κοινωνία αθώα, ευαίσθητη, αληθινή

Μπορεί οι σύγχρονες τηλεπικοινωνίες και το διαδίκτυο ιδιαίτερα να μας προσφέρουν… στο πιάτο τρόπους διασκέδασης που μέχρι πριν λίγα χρόνια ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, αλλά η βαθιά ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Οτιδήποτε άλλο πρόκειται για υποκατάστατο.

Και αυτό ακριβώς κάνουν τα σύγχρονα μέσα σε μεγάλο βαθμό. Υποκαθιστούν τις ολοένα και λιγότερο ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις των παλαιότερων εποχών δεν ήταν απλά μία τυπική υποχρέωση. Είχαν πραγματικό νόημα και μέσα από αυτές σφυρηλατούνταν άθραυστοι δεσμοί ζωής.

Οι οικογενειακές συναθροίσεις σε γιορτές ή απλά τα οικογενειακά τραπέζια περνούσαν τις αναμνήσεις από τη μία γενιά στην άλλη. Αναμνήσεις που ουσιαστικά αποτελούν το σύνολο της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου μας. Προσωπικά, μου λείπουν ιδιαιτέρως αυτές οι συγκεντρώσεις, αυτές οι ξεχωριστές βραδιές, που σήμερα είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν με τη ζεστασιά και την ειλικρίνεια εκείνων των χρόνων.

Ακόμα και οι χαρές και οι λύπες εκδηλώνονταν με πιο ανθρώπινο, έντονο τρόπο.

Για όσους είχαν τη δυνατότητα, οι διακοπές με την οικογένεια (πατέρας, μητέρα, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία) ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Παρά το σίγουρα πιο αυστηρό πλαίσιο και τους περιορισμούς, ο αχαλίνωτος σημερινός τρόπος «διασκέδασης» δε νομίζω ότι είναι καλύτερος…

Ο έρωτας και οι σχέσεις έμοιαζαν πιο αγνά, πιο ρομαντικά. Οι γάμοι είχαν μία ξεχωριστή αίγλη και ομορφιά, αφού αποτελούσαν γεγονότα που σημάδευαν τις ζωές της οικογένειας. Όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, οι συγχωριανοί συμμετείχαν στα έθιμα και οι πρωταγωνιστές ρουφούσαν ως το μεδούλι αυτές τις στιγμές.

Ακόμα και ο θάνατος όμως, μοιάζει να έχει αλλάξει… Οι απώλειες των συγγενικών προσώπων προκαλούσαν ειλικρινή συγκίνηση, αφού το πένθος ήταν πιο βαθύ και έντονο.

Πλέον όλα είναι πιο απλά, αλλά ταυτόχρονα μοιάζουν με μία άχρωμη, στερημένη από συναισθήματα ανακοίνωση… Σήμερα όλα αυτά έχουν παρέλθει γιατί η καθημερινότητα έχει μεταβάλει δραματικά τον τρόπο ζωής των νέων που «δεν έχουν χρόνο για αυτές τις υπερβολές»…

Και βέβαια, αν παραδεχτούμε την αλήθεια του γνωμικού πως «είμαστε ό,τι τρώμε», επιβεβαιώνεται πανηγυρικά αυτή η μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας προς το χειρότερο… Η Ελλάδα και οι άνθρωποί της έζησαν αιώνες με την περίφημη μεσογειακή διατροφή που θεωρείται από τις πλέον εκλεκτές και υγιεινές για τον οργανισμό μας. Όλα αυτά όμως άλλαξαν δραματικά και βίαια θα λέγαμε την εποχή της ταχύτητας και του καταναλωτισμού. Το πλαστικό, γρήγορο φαγητό υποκατέστησε την ελληνική παράδοση που μεγάλωνε τις νέες γενιές μέχρι και πριν 3 δεκαετίες. Οι σύγχρονοι, αγχωτικοί ρυθμοί ζωής επιβάλλουν το γρήγορο, το εύκολο και βεβαίως το ανθυγιεινό.

Η «δύσκολη ευημερία» και η «εύκολη παρακμή»

Συνολικά θα έλεγα, ότι εμείς οι παλαιότεροι, προλάβαμε να ζήσουμε μία ζωή με ομορφιά και καθαρότητα. Τη θέση τους πλέον έχουν πάρει η εμπορευματοποίηση και η εκμετάλλευση.

Την περίοδο αυτή, της νιότης μας, η ελληνική κοινωνία παρουσίασε χαρακτηριστικά μεγάλης συνοχής παρά τι μεγάλες δυσκολίες. Η έννοια ης ντομπροσύνης που πλέον οριακά… χλευάζεται, ήταν χαρακτηριστικό και ζητούμενο της εποχής. Οι οικογένειες ήταν πραγματικά μονιασμένες και οι συγκεντρώσεις είχαν ουσιαστικό νόημα. Είναι μία αθώα, αλλά συνάμα δημιουργική εποχή που σε συζητήσεις με συναδέλφους από όλη την Ελλάδα, όσοι ζούμε τη σημερινή πραγματικότητα, κατανοώ ότι μας προκαλείται μία έντονη απογοήτευση.

Δεν αμφισβητεί κανείς την επανάσταση στις σύγχρονες τεχνολογίες και τις διευκολύνσεις που βεβαίως παρέχουν στις ζωές μας. Αλλά το πιο εύκολο, δεν είναι πάντα και το καλύτερο… Οφείλουμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις τεχνολογικές αρετές και την κοινωνική ευζωία. Η τεχνολογική μοντερνικότητα είναι φορέας φανταστικής προόδου, της οποίας το Internet είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα – και πιο αλλοτριωτικά.

Η καθαρότητα και η ζωντάνια των προηγούμενων γενεών, απουσιάζουν.

Χωρίς να θέλω να υπερβάλλω, όπως στην αρχαιότητα υπήρχε περίοδος ακμής, έτσι και οι περασμένες δεκαετίες που διανύσαμε σημάδεψαν και καθόρισαν το ρου της ιστορίας και τις ζωές των επόμενων γενεών και μάλιστα, χάρη και στην εξέλιξη της τεχνολογίας, όλα αυτά έχουν γίνει κτήμα του ελληνικού λαού και θα τον συνοδεύουν ες αεί.

Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο παρακμής και δεν μπορώ παρά να ευχηθώ ώστε να διαμορφωθούν οι καταστάσεις και να το επιτρέψουν οι συνθήκες ώστε και επόμενες γενιές να ζήσουν αντίστοιχες περιόδους ευημερίας και ευτυχίας.

Ένας ακόμα νοσταλγός;

Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα αντιτάξουν ότι όλα αυτά στην πραγματικότητα αφορούν μία συναισθηματική έκρηξη νοσταλγίας και ουσιαστικά έχουν να κάνουν με τη χαμένη μας νιότη, παρά με την ίδια την πραγματικότητα των καλύτερων, αλλοτινών εποχών…

Το έχω σκεφτεί αυτό πριν γράψω αυτό το κείμενο και πιθανώς να συνεχίσω να το σκέφτομαι. Άλλωστε όλα αυτά είναι σκέψεις και συναισθήματα που παλεύουν μέσα μας μέχρι το τέλος. Το παρελθόν, η ιστορία μας, οι αναμνήσεις και οι παραδόσεις μας δεν αποτελούν ένα πνευματικό μουσείο για ευλαβείς ή και περίεργους επισκέπτες. Είναι η ταυτότητά μας, η ζωή μας, που πρέπει να τη ζούμε με συνέχεια και συνέπεια, εκφρασμένη σε νέες μορφές…

Στην πραγματικότητα όμως, αν και θεωρώ ότι τα «καλύτερά μας χρόνια» είναι πίσω, πάντοτε ατενίζω μπροστά προς το μέλλον. Η νοσταλγία δεν είναι μόνο ένας θρήνος γι’ αυτό που χάθηκε. Είναι κι ένας διάλογος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Το να νοσταλγεί κανείς μπορεί και να είναι καλό. Κάπου διάβασα ότι η νοσταλγία είναι η ικανότητά μας να απομνημονεύουμε το θετικό πρόσημο του παρελθόντος. Το να μπορείς λοιπόν να φαντάζεσαι χαμένους παραδείσους, πιθανώς σε βοηθά να πλάσεις τους παραδείσους του μέλλοντος.

Η ζωή μας δεν είναι ποτέ ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο άσχημη όσο φανταζόμαστε. Είναι όμως το μόνο που έχουμε και είναι στο χέρι μας να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε.

Σαράντος Φιλιππόπουλος