ΤΟ ΝΗΣΙ που ΕΦΥΓΕ… – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Οι καλοκαιρινές μας ιστορίες και αναμνήσεις είναι συνήθως συνυφασμένες με ένα όμορφο νησί, μία μαγευτική παραλία, ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα, εκλεκτή παρέα… Δεν είναι όμως πάντα και για όλους έτσι.

Μπορεί μία καλοκαιρινή ανάμνηση που μας σημαδεύει για πάντα να σχηματιστεί ακόμα και μέσα στο κέντρο της ανυπόφορης από τη ζέστη και πολύβουης πόλης.

Έστω κι αν, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, αφορμή στάθηκε το «ταξίδι» μέσα στο νου σε ένα όμορφο νησί…

Και επειδή δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να αποδράσουν για κάποιες μέρες από την καθημερινότητα σε έναν επίγειο παράδεισο, υπάρχει το ακόλουθο διήγημα του κ. Στάμου Γαλούνη – θα λέγαμε ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό – που αναδεικνύει για μία ακόμα φορά, ότι δεν έχει σημασία ο προορισμός, αλλά το ίδιο ταξίδι (έστω και νοερό…).


ΤΟ ΝΗΣΙ που ΕΦΥΓΕ…

 

Κοίταζε εκστασιασμένο το νεαρό παλικαράκι…. λαίμαργα, ερωτικά και λατρευτικά το αντικείμενο του πόθου και του πάθους του.

Εκείνα τα πανέμορφα, ευωδιαστά γαλάζια και καφετιά χαρτονομίσματα καί στο ανταλλακτήριο του μυαλού του, πήραν μορφή καί σάρκα, έγιναν εικόνες, θάλασσες, αέρηδες, μελωδικοί ήχοι, μυρωδιές, απολαύσεις, συναισθήματα καί χρωματίστηκε η ζωή του αλλιώς,………. με προβολές/ζωγραφιές αυγουστιάτικων διακοπών σε Αιγιοπελαγίτικο μαγικό νησί.

Ήτανε ένας αναπάντεχος, απρόσμενος μικρός θησαυρός, 60.000 δρχ – πριγκηπικό φιλοδώρημα του κροίσου μεγαλοεφοπλιστή Γιάννη Λάτση – και τα μισά ήταν καταδικά Σε, αρκετά γιά να ξυπνήσουν τ΄όνειρο – του ουτοπικού για τόν καιρό εκείνο – Σαντορινιού παραδείσου.

– Είχε μαγευτεί όταν αναγκεμένος φοιτητής την προηγούμενη άνοιξη επισκέφτηκε το νησί, σαν πλασιέ πουλώντας εγκυκλοπαίδειες και βιβλία. (σημ: μακράν η πλέον ψυχοφθόρα, ανασφαλής καί οδυνηρή δουλειά).

Φαντασιακά, ήδη έβλεπε τόν ευατό του, να΄χει μπαρκάρει με το πρώτο βαπόρι, να΄χει λουστεί με το φώς του πελαγίσιου ήλιου, να αναπνέει αρμύρα, άγρια μέντα, θυμάρι, βασιλικό, γιασεμί κι ασβέστη, να πίνει θαλασσινό νερό στην υγειά του Ποσειδώνα καί της Αφροδίτης.

Να αρμέγει με τα μάτια του αυτή την άφατη φυσική ομορφιά .

Νοερά τον θωρούσε, να κάνει τον σταυρό του, να χάνει το μυαλό του απ’ τις ημίγυμνες θεϊκές κοπελιές της ακρογιαλιάς καί να σταυροκοπιέται διπλά καί με σέβας στην θέα της μικρής εκκλησιάς της Αγίας Αικατερίνης, όχι για να τόν συγχωρήσει, αλλά για να τον βοηθήσει να σταθεί στό πλάι της ομορφονιάς με τα γαλαζοπράσινα μάτια καί τα σμιλευμένα ατίθασα στήθη κι εκείνος να υμνεί τον δημιουργό γιά τό θηλυκό ενσυναίσθητο καλλιγράφημά Του.

Αυτές οι σκέψεις, εικόνες, συγκινήσεις, συναισθήματα καί ηδονές, με ιδρώτα, χυμούς κι αναστεναγμούς, κατέκλυζαν το θυμικό του νεαρού, εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Ιούλη, σε κεντρικό πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80.

Σάν EXTRA εργαζόμενοι, ο νεαρός Στάμος με τήν νιότη στη θωριά καί τόν ήλιο στην καρδιά, παρέα με τον Βασίλη, έναν αρχοντάνθρωπο νάχει περάσει το μεσόστρατο της ζωής καί μεροκάματο 755 δρχ, εκείνη την μέρα,… είχαν την ευθύνη για ένα V.I.P γεύμα εργασίας και το σέρβις έντεκα (11) ατόμων, σε μια ροτόντα στο κέντρο μιας κατάλληλα στολισμένης, διαμορφωμένης πολυτελούς αίθουσας.

Αφού χρεώθηκαν με υπογραφή,- για να μήν χαθεί ή κλαπεί κάτι – ένα πρός ένα τα ασημένια μαχαιροπίρουνα με τις πλατινένιες κόψεις και τις χρυσές λαβές,… τα κρυστάλλινα βοημικά ποτήρια, …τα πορσελάνινα πιάτα, …τίς ασημένιες πιατέλες και τίς αρωματισμένες με λεβάντα πανάκριβες κεντημένες πετσέτες , πέρασαν – παρ’ ότι είχαν προεπιλεγεί – από έλεγχο της ασφάλειας του ξενοδοχείου καί των δύο σωματοφυλάκων των υψηλών προσώπων καί ακολούθως ο μετρ – εκτός από τις συνηθισμένες οδηγίες καί προτροπές – τούς γνωστοποίησε ότι οι πελάτες είναι δέκα (10) Σαουδάραβες – κάποιοι είναι πρίγκηπες – καί ένας έλληνας εφοπλιστής.

Το δε μενού είχε μπελούγκα χαβιάρι, κοκτέιλ γαρίδες καί αστακό, φιλέ μινιόν με μανιτάρια σώς μαδέρα και ένα σωρό άλλα καλούδια.

Επειδή η θρησκεία, τους απαγορεύει το αλκοόλ, εκτός από νερό (μίνεραλ/περιέ) θα έπιναν ένα περίεργο ποτό/χυμό με βάση το κατσικίσιο γιαούρτι.

Φαινόταν μια ξεκούραστη μέρα με σκέτο το μεροκάματο, παρά την αναγκαία επισταμένη, ιδιαίτερη προσοχή, ένα – απαιτητικό μέν – τραπέζι ήταν όλο κι όλο , δεν πρόσμεναν κανένα φιλοδώρημα -( σ΄αυτές τις περιπτώσεις πληρώνουν/υπογράφουν οι γραμματείς, πάντα αφήνουν ένα καλό πουρμπουάρ, αλλά καταλήγει στο κοινό ταμείο των μονίμων κι εκείνοι ως έκτακτοι δεν έχουν λαμβάνειν)– καί επειδή συνήθως οι πελάτες αυτοί κάνουν νεύμα γιά λίγο φαγητό, είχαν το καλό ότι έμενε ασερβίριστο πλούσιο βασιλικό μενού, τό οποίο θα απολάμβαναν εκείνοι, όσο μακρύ χρόνο χρειάζονταν οι συνδαιτυμόνες για τις εμπιστευτικές χρυσοφόρες συνομιλίες τους.

Ήρθαν οι δέκα Σαουδάραβες, ντυμένοι όλοι με την παραδοσιακή λευκή τους ρόμπα κι ο Έλληνας εφοπλιστής Γιάννης Λάτσης με το χαρακτηριστικό ναυτικό καπέλο, ο οποίος χαιρέτησε θερμά καί μίλησε για λίγο με τόν Βασίλη.

Γνωριζόντουσαν από την Πόλη, εκεί στό Πέρα είχε ο Βασίλης κι οικογένειά του τό καλύτερο ευρωπαϊκό εστιατόριο καί ήταν καλός πελάτης ο καπετάνιος/εφοπλιστής όταν επισκεπτόταν την Κωνσταντινούπολη.

………(Τό 1964 -με πρόσχημα τα γεγονότα στην Κύπρο- μπήκε ο αφιονισμένος τουρκικός όχλος στό μαζαγί, το κατέστρεψε καί τό λεηλάτησε.

Όταν τόν ρωτούσαν Βασίλη, τί έκανε καί πώς αντέδρασε εκείνο τό φρικτό απόγευμα; ..απαντούσε!

<<<<Γιά να μήν καταλάβουν ότι είμαι εγώ τό αφεντικό καί με σκοτώσουν, έγινα ένα με τούς εγκληματίες θύτες,…πήρα ένα γερό κοντάρι καί κατέστρεφα ο ίδιος την περιουσία μου, έσπαγα καί έκλαιγα για τους κόπους καί την δυστυχισμένη αυριανή ζωή μου κι αν με περίμενε ζωή.

Γιά να μην τα ληστέψουν, έσπαγα τα ακριβότερα πράγματά μου,(γαλλικά κρασιά δεκαετιών, πίνακες ζωγραφικής, κρυστάλλινα μοναδικά ποτήρια, τό πιάνο, τα πάντα..) πονούσε η ψυχή μου καί τα μάτια μου έγιναν βρύσες με δάκρυα.>>>>

Απελάθηκε το 1965, ξεριζώθηκε ο Βυζαντινός αυτός άνθρωπος από την Πόλη καί φτωχοποιημένος πλέον ήρθε μετανάστης στην Αθήνα.

Έκανε πολλές δουλειές καί με επιχειρήσεις εστίασης, αλλά παρά τόν επαγγελματισμό, την εμπειρογνωμοσύνη, τη φρονιμάδα καί τη νοικοκυροσύνη, …δεν πρόκοψε καί τώρα αναγκαστικά δουλεύει extra σερβιτόρος. Έχει όμως αιτηθεί – παρακαλέσει τη διοίκηση του Ξενοδοχείου να μονιμοποιηθεί καί σ΄αυτό ελπίζει.))……

Ο Καπετάν Λάτσης – έτσι ήθελε να τον φωνάζουν Καπετάνιο – επειδή δεν μπορούσε – κατά δήλωση – να πιεί αυτή την αηδία με το γιαουρτόζουμο, ζήτησε από τόν Βασίλη, να του σερβιριστεί μαύρο πολύχρονο ουίσκυ, αλλά με τρόπο, να μην καταλάβουν κάτι οι συνδαιτυμόνες καί διακριτικά για να μην προσβληθεί η θρησκεία τους.

Πράγματι έξυπνα, έβαλαν σε ασημένιο ψηλό κύπελο διπλό ουίσκυ με πάγο καί σέ μιά πορσελάνινη τσαγιέρα πάλι ουίσκυ, αλλά να φαίνεται όμως για ΄΄ξεκάρφωμα΄΄ καί η ετικέτα του δήθεν τσαγιού.

Όταν σέρβιρε το ποτό ο Βασίλης, ευχαριστημένα, γενναιόδωρα, ίσως ανταποδοτικά της παλιάς γνωριμίας τους, ο Καπετάνιος δίνει φιλοδώρημα αυτό το χρυσό πακέτο χαρτονομισμάτων, 60.000 δρχ που αντιστοιχούσαν περίπου σε τρία μηνιάτικα της εποχής.

Παναγία μου! σωθήκαμε Βασίλη!! τού φώναξε ο Στάμος… με τόν πυρετό της ευδαιμονίας, τού πλούτου καί της ολοφάνερης χαράς ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του.

< Αυτό τον Αύγουστο φίλε, εγώ πάω Σαντορίνη και εσύ επιτέλους μετά από χρόνια προσμονής, θα προσκυνήσεις στην γενέτειρα τους τάφους των γονιών σου, την Παναγιά της Αγιά Σοφιάς καί θα επαναριζώσεις φίλε μου, την ψυχή σου μές στού Βοσπόρου τα ιερά νερά.>

Ο Βασίλης όμως στην προσπάθειά/ζωτική αναγκαιότητά του να μονιμοποιηθεί, νάχει σταθερή βιοποριστική δουλειά, να δώσει διαπιστευτήρια εντιμότητας καί πιστεύοντας ότι θα μετρήσει αυτή η χειρονομία του, – παρά τούς άτυπους ισχύοντες κανονισμούς – πρωτόγνωρα καί παράδοξα,… είχε την ιδέα να δώσει τό μυθικό αυτό πουρμπουάρ στον μέτρ,με την βεβαιότητα,… ότι θα κρατήσει εκείνος, το πολύ το ένα τρίτο.

Εξ άλλου έφταναν και οι 40.000 δρχ για της ζωής του το προσκύνημα καί για του Στάμου το αιγαιοπελαγίτικο ονειρικό ξελόγιασμα. Ήταν αμετάπειστος,… παρά τις ηρωικές προσπάθειες του συνεταίρου του Στάμου.. μπάς και τον μεταπείσει καί συνετίσει.

Αμ δέ! Ήρθε η προσγείωση στην πραγματικότητα καί ο απελπισμός.

Ο μετρ πήρε το θησαυρό καί τους έδωσε μόνο από ένα χιλιάρικο!! και ληστρικά κράτησε ολάκερα πενήντα οκτώ χιλιάρικα ίσως καί ολόδικά του. Ποιος τολμούσε να αντιμιλήσει καί τι να εκστομίσει!.. Δεν θα τον ξαναφώναζαν ποτέ για δουλειά.

Οι εξουσίες σε πλήρη ισχύ καί απόλυτη αδικία.

Πάγωσε ο αγαθός Βασίλης, κέρωσε, είχε τη φάτσα δαρμένου σκύλου, αυτός ο αξιοπρεπής άνθρωπος , ταπεινωμένος και με ενοχές…. ψέλλισε ..

<<Συγνώμη Στάμο, δεν το περίμενα, πού να το φανταστώ!>>

<< Δέν πειράζει φίλε >>του αποκρίθηκε απροσποίητα απογοητευμένος ο Στάμος …

<<<έτσι είναι η ρουφιάνα η ζωή, για ανεξήγητους λόγους δεν πολυ συμπαθεί, ούτε συμπονεί τούς καλούς ανθρώπους.>>>

Κι έτσι σάν όνειρο μεσημεριανό χάθηκε τό νησί,… πάει καί το προσκύνημα στήν πατρογονική αγία Βυζαντινή γή,.. ο Βασίλης δεν έγινε ποτέ μόνιμος, βολόδερνε ο έρμος στα μεροκάματα.

Ο Στάμος βρήκε – με την παιδεία, τίς αξίες καί τους κόπους του – τή ρότα του και πήγε αργότερα στην αυγουστιάτικη όμορφη, μοναδική Σαντορίνη…..

Αλλά κάτι όμως της έλλειπε,…. για να μοιάζει σάν εκείνη τη μαγευτικά φανταστική, ….που ονειρεύτηκε/ ερωτεύθηκε, ένα μεσημέρι, γιά λίγες στιγμές, κάποιο καλοκαίρι!