ΤΟ  ΔΑΚΡΥ  ΣΤΟ ΨΩΜΙ – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Οι συστάσεις βεβαίως για τον κ. Στάμο Γαλούνη, πιστεύουμε πλέον ότι είναι περιττές. Ένας ακόμα φίλος της Ιονικής Οικογένειας που τον ευχαριστούμε ιδιαιτέρως που μας έχει δώσει την άδεια να δημοσιεύουμε τα πραγματικά υπέροχα διηγήματά του.

Όπως έχουμε πλέον καταλάβει, μελετώντας σταδιακά το έργο του, πολλά από αυτά αποτυπώνουν σκέψεις και αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και εικόνες από τη ζωή σε παλαιότερα χρόνια στο χωριό του (Αρχοντοχώρι – Ζαβίτσα – Ξηρομέρου Ακαρνανίας). Επίσης, στα διηγήματά του πρωτεύοντα ρόλο έχουν οι γυναίκες που αναδεικνύονται ως πρωταγωνίστριες της ζωής – που δυστυχώς το περιβάλλον της εποχής δεν τους επιφύλαξε την αναγνώριση – και ιδίως το συγκινητικό πρότυπο της μάνας (βλ. εδώ).

Σήμερα, σας παρουσιάζουμε ένα ακόμα διήγημά του με επίκεντρο τη μονάκριβη, πολυαγαπημένη, αλλά και πολύπαθη φιγούρα της μάνας, της οποίας το δάκρυ βυθίστηκε στο ζυμωμένο ψωμί, όπως βυθίστηκαν βαθιά μέσα μας και οι αράδες του κ. Γαλούνη και μας έκαναν να πλημμυρίσουμε από συναισθήματα…


ΤΟ  ΔΑΚΡΥ  ΣΤΟ ΨΩΜΙ

–Τήν μέρα που κοινώνησε  ψωμί ζυμωμένο με τα δάκρυα της μάνας, ψήλωσε τού αγοριού ο νούς καί κόντυνε ο εγωισμός του, άλλαξε εντός του ο ρυθμός τού κόσμου, έχτισε τον συναισθηματικό εαυτό του με θεμέλια  κόρας απ΄εκείνο το ψωμί.

Ύψωσε προστατευτικά οχυρώματα ασφάλειας τού ψυχισμού του καί αργότερα ώριμος άνδρας   με σύνθετη πλέον σκέψη καί κατάλληλα διανοητικά ενσυναίσθησης εργαλεία, κατέφευγε σε εκείνες τις γεύσεις/εικόνες, για νάβρει ψυχοπνευματική σταθερότητα  καί δίκαιο λογισμό, όταν στις δίνες τού βίου του, καιγόταν ο εσωτερικός θερμοστάτης του.—-

Απόβραδο Σαββάτου, μήνας Αλωνάρης (Ιούλιος) σε χωροχρόνο άλλης  εποχής, –πενήντα χρόνια πίσω- σε τόπο άνυδρο, τραχύ, λιθαρένιο καί σκληρό, αλλά μαζί κι αγαπημένο, επιστρέφει ο 10χρονος μικρούλης με  τα κοντά παντελονάκια ,τά αδύνατα ποδαράκια  καί τα πεταχτά αυτιά, απ την αλάνα της γειτονιάς, στο πατρικό πέτρινο σπίτι, λουσμένος με ιδρώτα, χώματα, αθανασία κι’ αθωότητα.

—-Είχαν έλθει με τ άλογο το μεσημέρι, στο χωριό , (Αρχοντοχώρι Ακαρνανίας) μάνα καί ο μικρότερος γιός απ το Γαρζένι -μικρό οροπέδιο μία ώρα μακρυά – για να ζυμώσει η μάνα ψωμί για μια βδομάδα καί να αγοράσουν τα απαραίτητα  τρόφιμα κι εφόδια.

Εκεί στην όμορφη ερημιά ζούσε η οικογένεια ( 7 νοματαίοι) τα καλοκαίρια.

Είχαν  κοπάδι πού βοσκούσε  στα γύρω χαμηλά βουνά καί όλοι μικροί -μεγάλοι μοχθούσαν ολημερίς στα χωράφια με τα πολλά σπαρμένα σιτηρά, τα λιγοστά καπνά καί τις νυχτιές κοιμόντουσαν κάτω απ΄την ακρινή μεγάλη βελανιδιά.

Είχε τελειώσει ο κοπιαστικός με δρεπάνια  θερισμός, μαζεύτηκαν τα σιτάρια σε μεγάλες θημωνιές καί περίμεναν μέρα με την μέρα να έρθει η αλωνιστική μηχανή από τόν Αστακό, για να αλωνίσει τα σπαρτά καί να γευτούν των κόπων τους τα αγαθά.——

Πριν προλάβει ο μικρός να ανέβει  τα πέντε σκαλοπάτια τού σπιτιού, ακούει νάρχεται από μέσα ..σιγανός ρυθμικός μελωδικός ήχος ψαλμωδίας, μοιρολογιού καί  θλιβερού τραγουδιού  συνάμα.

Ήταν της μάνας η φωνή, που μοιρολογούσε γιά  την δική της μάνα, που πριν ένα  μήνα είχε περάσει στήν ομίχλη της Αχερουσίας.

Δεν είχε βρεί τόπο, χρόνο καί την αναγκαία μοναξιά, για να  θυμηθεί την κοινή ζωή τους, σε φαρμακωμένους καιρούς .

 Η καλοσυνάτη δοτική γιαγιά, γεννήθηκε, έκανε ένα πέρασμα στην σκηνή της ζωής, έβγαλε την σειρά της, υποκλίθηκε, πέρασε την γραμμή καί χάθηκε στο αιώνιο αναπάντητο.

Μοιρολογούσε η μάνα, γιά την 20χρονη αδελφή της που έφυγε στην γέννα…,για το πατρικό της σπίτι που έβλεπε να καίνε οι Γερμανοί, ….για τον φυλακισμένο αντάρτη αδελφό της, για την εξορία όλης της οικογένειάς της και τραγουδούσε καί για κάποιες σπάνιες ευχάριστες στιγμές.

Σπάραξε η καρδιά τού μικρού, έγιναν κόμπος τα σωθικά του κι έτσι αποφάσισε να περάσει τό κατώφλι… κι είδε τη μάνα γονατισμένη στην μέση τού σπιτιού, μπροστά στην γεμάτη σκαφίδα με αλεύρι, να ζυμώνει με προζύμι το ψωμί της εβδομάδας.

Απότομα σταμάτησε μόλις αντίκρυσε το σπλάχνο της, αλλά πρόλαβε ο μικρός να δει λίγες χρυσωμένες σταλαματιές από δάκρυα, να ρέουν απ τα μάγουλα και να βυθίζονται στο μεταξένιο αλεύρι.

Χρυσώθηκαν τα δάκρυα από κάτι ξεχασμένες ακτίνες τού ήλιου, πριν εκείνος πέσει να κοιμηθεί στο Ιθακήσιο πέλαγος, πέρασαν το δυτικό παραθύρι καί με λυκόφως στόλισαν την μάνα.

–<<Γιέ μου, κάνει πολύ ζέστη, φέρνεις μια βρεγμένη πετσέτα, να μου σκουπίσεις λίγο το πρόσωπο απ τον ιδρώτα, γιατί τα χέρια μου έχουν  ζυμάρια…να μην πέσει στ’ αλεύρι καί λερώσω το ψωμί!—>>>

Η αεικίνητη λιπόσαρκη μάνα, με την ψυχή να την φοράει στο πρόσωπό της, με την αγκαλιά της Παναγιάς, την ματιά αγαθαγγέλου καί τα χίλια χέρια προσφοράς, να κρύβει τα δάκρυα καί να λέει……….. μην λερώσει το ψωμί.

 Τά ΔΑΚΡΥΑ κι ο ιδρώτας της μάνας στόν αιώνα τόν άπαντα ποτέ ΔΕΝ ΛΕΡΏΝΟΥΝ…. Είναι μεταλαβιά νοήματος ζωής καί αγίασμα της ύπαρξης.

      Τά δάκρυα δεν είναι αλατισμένο νερό, λισοζύμη και ηλεκτρολύτες, αλλά υγροποιημένα συναισθήματα καί χυμοί καθάριας πονεμένης ψυχής.

Ο μικρός  πήρε ένα μπικιόνι, έριξε νερό απ την στάμνα σε μια πετσέτα καί απαλά έδιωχνε τον ιδρώτα και δρόσιζε το πρόσωπό Της.

Μές την λάμψη αυτής της οσίας μορφής, είδε ο γιος ραγίσματα, ρυτίδες καί χαραματιές καί σκεπτόταν ποιές απ’αυτές, άραγε είναι δικές του και έγιναν για κείνον.

Γονάτισε κι αυτός μπροστά στη σκαφίδα καί με ένα μαστραπά έριχνε χλιαρό νερό στο ζυμάρι, έκανε παρέα και βοηθούσε  την μάνα στην κοπιαστική αυτή τελετουργία.

Βράδιασε για τα καλά όταν τελειώσανε. Πλάστηκαν έντεκα μεγάλα καρβέλια καί μια κουλούρα (φλαούνα) για τα παιδιά με  τυρί, ρίγανη και λάδι.

Τό πρωί της ζεστής Κυριακής, μετά από ένα ανήσυχο στενάχωρο ύπνο, για την ουσία αξία -γεύση αυτού του ψωμιού- με την πρώτη καμπάνα της εκκλησιάς, σηκώθηκε ο μικρός, έκανε τον σταυρό του καί βοηθούσε  την  μάνα, που ήδη αχάραγα είχε ανάψει με φρύγανα το φούρνο, στην διπλανή αυλή του μπαρπα-Πάνου.

Με λαχτάρα, ανυπομονησία   και σεβασμό ,όταν επιτέλους ψήθηκαν τα ψωμιά, πήρε το πρώτο ζεστό κομμάτι τού καρβελιού, κάθισε κάτω απ την γέρικη αμυγδαλιά καί δοκίμασε ευλαβικά το ψωμί τ΄αγιασμένο απ τα δάκρυά της.

Καί συνέβηκε το θαύμα!, εικόνες μαγικές απ την ζωή της κατέκλυσαν το θυμικό του αγοριού, είδε έγχρωμα καί ζωντανά όσα η μάνα θρηνολογούσε.

Απ εκείνη την στιγμή της ιδιαίτερης αυτής μεταλαβιάς, άλλαξε ο αντιληπτός του κόσμος και στην άγουρη συνείδησή του, αγκυρώθηκε το συναίσθημα καί  θεμελιώθηκε ένας απαραβίαστος κώδικας ανθρώπινων αξιών.

Τό δειλινό- σε πυρωμένο αέρα – φόρτωσαν στο άλογο τα δύο τσουβάλια με τα ψωμιά, δύο σακούλια με τρόφιμα κι ένα πλαστικό δοχείο πετρέλαιο για την λάμπα φωτισμού.

Ο μικρός ανέβηκε με την στήριξη της μάνας στην ράχη του αλόγου,- αφού πρώτα φίλησε το άλογο στο μέτωπο για να τον προσέχει- καί κρατώντας τα γκέμια ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Γαρζένι.

Την επόμενη εβδομάδα του αλωνίσματος του σιταριού, με τίς χρυσαφένιες  θημωνιές ο μικρός συμπεριφερόταν περίεργα και παράξενα.

Πρόσεχε το ψωμί σαν τα αντίδωρα της εκκλησιάς, δεν άφηνε ψίχουλο να πεταχτεί κι αν οι ξένοι αλωνιστές μαστόροι, άφηναν κανένα μικρό κομματάκι, εκείνος μοίραζε τα ψίχουλα  στις γνωστές φιλικές φωλιές των μυρμηγγιών, ανέβαινε στις απιδιές κι άφηνε  λίγη ψίχα για τα πουλιά καί στίς αγριελιές κερνούσε τα τζιτζίκια το  αγιασμένο με κρυφά αφανέρωτα δάκρυα ψωμί, για να τραγουδούν της μάνας τούς κόπους, τους καημούς και τούς αναστεναγμούς.