Για μια κούπα μούρα ! – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Τα διηγήματα του κ. Στάμου Γαλούνη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της ιστοσελίδας μας και νιώθουμε τιμή που τα παρουσιάζουμε. Άλλωστε, ο κ. Γαλούνης, εκλεκτός φίλος πλέον της Ιονικής Οικογένειας, αποδεικνύεται πολυγραφότατος, αλλά η ποιότητα των διηγημάτων του παραμένει σταθερά στα ύψη!

Μετά από αρκετό καιρό επανερχόμαστε στον κ. Γαλούνη για ένα συγκινητικό «διήγημα ζωής». Γιατί περιγράφει ουσιαστικά τη ζωή του κύρ Ηλία, ενός επιτυχημένου μουσικού, που όμως η σπουδαία σταδιοδρομία του περνούσε πάντα σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την παιδική ανάμνηση της Μάνας του να τον φιλεύει μούρα στην κατοικία της στην παραλιακή Ναυπακτία. Η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, της πιο όμορφης περιόδου της ζωής μας και του αγίου προσώπου της μητέρας, συμπυκνώνονται για μία ακόμα φορά με ένα γαλήνιο τρόπο στις ταξιδιάρικες (για το νου) διηγήσεις του κ. Γαλούνη…


ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΥΠΑ ΜΟΥΡΑ!!

Κάθε Μάη, σαν προσκυνητής έφτανε ,σε κείνο το όμορφο περιποιημένο κτήμα , στην παραλιακή Ναυπακτία, ένας αρχοντάνθρωπος, ο κύρ Ηλίας.

Το κτήμα – κληρονομιά απ’ την μάνα του- είχε μέσα, ελιές, μια λεμονιά, , δυό αμυγδαλιές, κορομηλιά, ροδιά, κυδωνια, συκιά και στις πεζούλες του σπαρμένα κουκιά , φακές, φασόλια, φυτεμένα κρεμμύδια, σκόρδα,ντομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια, πεπόνια κι’αλλα κηπευτικά.

Ενα πέτρινο όμορφο αναπαλαιωμένο σπιτάκι με γκριζωπά κεραμίδια, μες τις τριανταφυλλιές,τους βασιλικούς, τις μπουκαμβίλιες,τα γιασεμιά και τα γεράνια – λες και βγήκε απ’ τον μεσοπόλεμο-με απεριόριστη θέα,το γαλάζιο τού Κορινθιακού και την νύχτα την πανέμορφη φωτισμένη γέφυρα του Ρίου, —βρισκόταν στο κέντρο του κτήματος και λίγο πιο κει, μια κουκλίτσα αληθινή, μια περιποιημένη συκαμνιά (μουριά) με μεγάλα βαθυκόκκινα νόστιμα ζουμερά σκάμνα ( μούρα).

Για το κτήμα φρόντιζε με ζήλο ο μπάρμπα Σταύρος, ένας καλοκάγαθος ντόπιος, που τον καλοπλήρωνε ο κυρ Ηλίας, για να το περιποιείται, να προσέχει σαν τα μάτια του την μουριά και να του στέλνει στην Αθήνα λίγα κηπευτικά, ελιές και όσπρια, που τόσο λάτρευε και απολαυστικά απολάμβανε.

Όλα τα υπόλοιπα, τα κρατούσε εκείνος για την οικογένεια του.

Ο κυρ Ηλίας με την περήφανη θωριά, τό κύρος,τον πλούτο και την καταξίωση, ορφάνεψε από Μάνα ο δόλιος στά οκτώ του χρόνια.

Πέρασε κατατρεγμένα παιδικά χρόνια, με μητριά, ανείπωτη φτώχεια, πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο καί βάσανα …που νά μη στα χρωστάει ο θεός να τ΄ αντέξεις.

Ήταν τό παιδί με την πρησμένη κοιλιά από πείνα, με τα τρομαγμένα,απεγνωσμένα, ικετευτικά μάτια, βαθειά στίς κόγχες καί τά ποδαράκια σάν καλάμια έτοιμα να σπάσουν ακόμα κι΄απ τόν αγέρα.

Επέζησε μόνος του το ορφανό…… δουλευταράς όμως , έξυπνος, καί προκομμένος έφτιαξε και με λίγη τύχη,μιά πλούσια σε αγαθά ζωή, απέκτησε κοινωνική αναγνώριση, είχε μια όμορφη καλοσυνάτη σύντροφο, με δυό καλά παιδιά καί όλα τά υλικά ελέη τού θεού, ήταν στό χέρι του.

Πετυχημένος αστός πλέον καί άριστος μουσικός- έπαιζε καταπληκτικό βιολί- είχε γυρίσει με διάφορες ορχήστρες όλο τό κόσμο , φαινόταν κι ήταν τό παράδειγμα μιάς γεμάτης, πλούσιας, ζηλευτής, ουσιαστικής ζωής.

Γιά την ορφάνια του καί τά χρόνια τής οδύνης .. δεν μίλαγε ποτέ. Χαμογελούσε ευγενικά, όταν το΄φερνε η κουβέντα καί άλλαζε συζήτηση.

Κάθε Μάη λοιπόν έδινε άδεια στον μπάρμπα Σταύρο κι έμενε ολομόναχος στο κτήμα.

Κάθε μέρα σαν σε ιεροτελεστία , πήγαινε στην μουριά, γέμιζε μια κούπα με μούρα, έριχνε λίγη ψιλή ζάχαρη, καθόταν σε μια ψαθινη καρέκλα και σχεδόν μυσταγωγικά, τα έτρωγε αργά, απολαυστικά καί σεβαστικά.

Λες και κοινωνούσε των αχράντων μυστηρίων

Ποτέ τον Μάη μήνα δεν έφερνε την οικογένεια του στο κτήμα. Αποζητούσε την απόλυτη μοναξιά , προτιμούσε την καλογερική.

Τα παιδιά του, – επιτυχημένοι επιχειρηματίες- επειδή το κτήμα είχε πολλά έξοδα, ακριβές αναπαλαιώσεις σπιτιού και επίπλων, τον μισθό του μπάρμπα Σταύρου και τόσα άλλα , χωρίς να αποφέρει κανένα απολύτως κέρδος,– παρά μόνο λίγα λεμόνια, φακές και ντομάτες- παρακαλούσαν τον πατέρα τους, να το αξιοποιήσουν, να χτίσουν εκεί ένα καλό μεγάλο ξενοδοχείο και φυσικά να γκρεμιστεί το σπιτάκι, να κοπεί η μουριά και αρκετά άλλα δένδρα.

Εκείνος ανένδοτος,τους το ξέκοψε οριστικά, λέγοντας τους, ότι εκεί ήταν το σπίτι της μάνα του, εκεί είναι ριζωμένες οι λίγες παιδικές του αναμνήσεις, εκεί είναι η ιερή μουριά που έκοβε τα μούρα και τον τάιζε σε μια κούπα η μάνα του και ποτέ δεν θα επιτρέψει την παραμικρή αλλαγή.

Θα μένει το κτήμα και το σπίτι με τα ίδια έπιπλα, όπως τα θυμάται με την μάνα του, πριν εκείνη περάσει την χαρακιά και γίνει άυλο πνεύμα .

Οταν έβρεχε η είχε ολόγιομο φεγγάρι, έβγαινε ο ερημίτης του Μαγιού, στου σπιτιού το υπόστεγο η στο λιακωτό, φορούσε τα καλά του ρούχα, έπαιρνε το βιολί το ακουμπούσε στο σαγόνι του, έπιανε το δοξάρι και χανόταν στις παιδικές του εικόνες και στα συναισθήματα του και πλημμύριζε ο τόπος με μελαγχολικούς ήχους και ευωδιαστές αγγελικές μελωδίες.

Κάθε χρόνο η ίδια παράξενη ιστορία, η μοναξιά του ερημίτη βιολιστή κι’ η τελετουργία με τα μούρα, την κούπα και την ψιλή άσπρη ζάχαρη.

Τον Ιούνιο του 2015 όμως.που ο κυρ Ηλίας επέστρεψε στην Αθήνα, απ’ το κτήμα της Ναυπάκτου κι’ ήταν άλλος άνθρωπος, σε μια απόκοσμη κατάσταση νιρβάνας, σαν να ζούσε σε άλλη διάσταση,σε απόλυτη ευχαρίστηση, νηνεμία και ευδαιμονία.

Επειδή δεν πολυμιλουσε, μόνο χαμογελούσε και δεν ήθελε φαγητό, τα παιδιά του ανησύχησαν και τον πήγαν – χωρίς να φέρει αντίρρηση- σε μια ακριβή κλινική, μήπως και τον βοηθήσουν.

Οι γιατροί δεν τού εύρισκαν καμία οργανική πάθηση, παρά μόνο μιά άγνωστης προέλευσης σταδιακή έκπτωση τών ζωτικών του οργάνων,λες καί ηθελημένα ο ίδιος επιθυμούσε το βιολογικό του τελειωμό.

Καί νάτος τώρα , ήρεμος καί γαλήνιος, μες την πολυτέλεια, ξαπλωμένος στό λευκό πεντακάθαρο κρεβάτι, νά βλέπει τον Υμηττό , να’χει το ύφος ευχάριστης προσμονής..νά μήν εκφράζει καμιά επιθυμία, να μήν θέλει φαγητό, λες καί προκαλούσε ο ίδιος τό σβησιμό του από τόν γήινο χάρτη.

<<Θείε τί κάνεις; πώς είσαι; >> τόν ρώτησε με αμηχανία ο ανηψιός του, πού’ρθε να τον επισκεφτεί και του’χε πραγματική έγνοια, σεβασμό καί απεριόριστη ευγνωμοσύνη γιά την ακερδή γεναιοδωρία του.

<<Τό ψάρι που σού εφεραν πρέπει να είναι πολύ νόστιμο..ούτε κάν τό δοκίμασες>>

Χαμογέλασε -σάν παιδί φάνηκε-καί με διαπεραστικό βλέμμα αλήθειας λέει…

<<Άκουσέ με παιδί μου..γέρασα, κουράστηκα, αλλά δέν είμαι άρρωστος καί τάχω τετρακόσια…

Τώρα όμως αρκετά περίμενα….θέλω να πάω στη Μάνα μου.>>.

<Θά την αγκαλιάσω καί δεν θα την αφήσω ποτέ ..νά μου ξαναφύγει.>>!!!!!!!

<<Κι’ εκείνη θα μού δώσει όπως τότε ,μιά κούπα με μούρα κι’από πάνω λίγη ψιλή άσπρη ζάχαρη>>.

Συγκλονισμός, .. ο καυμός μιας ζωής, η ανθρώπινη ψυχή με την άβυσσο της, η πληγή της ορφάνιας που πάντα ήταν ανοικτή…

Αλλαξε εντός τού άνδρα, ο μηχανισμός ερμηνείας τού αντιληπτού κόσμου,

Ο προβλέψιμος, στιβαρός, ευκατάστατος θείος, .. περίμενε, με πλήρη διαύγεια καί επίγνωση, πως και πως, εβδομήντα πέντε 75 ολόκληρα χρόνια, για νά δεί -μετά τά σύνορα -την μάνα του.

Τήν μεθεπόμενη μέρα, μες την ομίχλη, ο βαρκάρης της Αχερουσίας, μέ τήν άσπρη μπέρτα όρθιος κωπηλατούσε καί ο ευτυχισμένος επιβάτης , μαγικά χαϊδευε με το δοξάρι τις χορδές του βιολιού, σκορπούσε παραδεισένια μελωδία και σιγοτραγουδούσε.!

<Τι ομορφιά και τι χαρά, που πάω να δώ στην μάνα μου, που απόψε με προσμένει..>>

Επιτέλους για Εκείνον… μιά κούπα με μούρα, από τό χέρι της ιέρειας μάνας, ήταν η ουσία ολάκερου του κόσμου του.. καί άξιζε να πληρώσει με μερικά γήινα άνοστα χρόνια ζωής, για να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα στην αγκαλιά Της.