Η ΑΛΙΑΔΑ – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Τα διηγήματα του κ. Στάμου Γαλούνη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της ιστοσελίδας μας και νιώθουμε τιμή που τα παρουσιάζουμε. Άλλωστε, ο κ. Γαλούνης, εκλεκτός φίλος της Ιονικής Οικογένειας, αποδεικνύεται πολυγραφότατος, αλλά η ποιότητα των διηγημάτων του παραμένει σταθερά στα ύψη! Μάλιστα, όταν έρχεται η ώρα να αποφασίσουμε ποιο από τα διηγήματά του θα αναδημοσιεύσουμε, δεν ξέρουμε ποιο να πρωτοδιαλέξουμε!

Σήμερα, σειρά έχει ένα υπέροχο πραγματικά διήγημα για ένα συντοπίτη του κ. Γαλούνη, από το Ξηρόμερο Ακαρνανίας, ο οποίος πολέμησε μέχρις εσχάτων στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, αφήνοντας την τελευταία του πνοή Κυριακή των Βαΐων του 1826. Λίγο καιρό πριν, διηγείται ο κ. Γαλούνης, ο Δημητρός είχε καταπιαστεί για να γευτεί μία τελευταία φορά την αγαπημένη του αλιάδα (σκορδαλιά), ώστε να νιώσει έστω και μέσα στο χάος του πολέμου και της καταστροφής αυτές τις μικρές απλές χαρές που τονίζουν την ύπαρξή μας…


Μια Κυριακή του Μάρτη στα 1826 και το ανταριασμένο Μεσολόγγι βαστάει γερά…, κρατάει να μην περάσουν οι βάρβαροι.

Οι σκελετωμένοι ελεύθεροι πολιορκημένοι, με τις φλογισμένες ψυχές, οι φύλακες του γένους αντέχουν ακόμα , με τις λίγες ανάσες και τα δυναμάρια που τους απομένουν.

Ένας φουστανελάς Ξηρομερίτης, μπαρουτοκαπνισμένος αγωνιστής , λερωμένος, ματωμένος, αποσταμένος, στεγνός- πετσί και κόκαλο αλλά κι’ αληθινό θεριό συνάμα – σε μια ανάπαυλα τ’ αγώνα,. καθόταν κατάχαμα , με παράμερα τ άρματα του, ακουμπισμένος σ ένα πεζούλι, αντίκρυ απ’ τα βορεινά τείχη που χόρευε ο χάρος..κι έφτιαχνε με ζήλο το φαί του.

Είχε κονομήσει -ο εικοσιπεντάχρονος άνδρας- τρείς φέτες ψωμί και λίγα δράμια λάδι, …φύλαγε -σαν ιερό φυλαχτό- ένα σκόρδο και λίγο ξύδι πού απ’ τα Χριστούγεννα, τον είχε φιλέψει ένας ναύτης του Μιαούλη και αποφάσισε τούτη την Κυριακή, να κάνει την δικιά του Λαμπρή φτιάχνοντας την αγαπημένη του αλιάδα ( σκορδαλιά), γιατί κάτι μέσα του τούλεγε . πως δεν θα τον εύρει με τους ζωντανούς η Ανάσταση τ’ Απρίλη.

Σ’ ένα ξύλινο βαθύ πιάτο (καφκιά)- και για γουδί μια χαρά έκανε- μ’ ένα μεγάλο βότσαλο, λές και ιερουργούσε ποιώντας μεταλαβιά….έλιωνε τις σκελίδες τού σκόρδου, ένα σβώλο αλατιού – απ’ τις ντόπιες αλυκές -λίγο ξύδι, τρεις στάλες λάδι και τα μάτια του λαμπύριζαν από χαρά και προσμονή, έφεγγε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του από τούτη την ομορφιά και ευωδιά.

Όλος ο κόσμος του συμπυκνώθηκε σε τούτη τη στιγμή, η λαχτάρα και το πάθος του , να απολαύσει το πολυπόθητο ταπεινό θαύμα.

Ξέχασε -προς ώρας- το δράμα της φυλής του, παραμέρισε έγνοιες, φόβους κι’ ελπίδες, δεν άκουγε καν τα κανόνια και τις ντουφεκιές,.. πάνε τα τρανά, ηρωικά και σπουδαία.. έμεινε μόνο το πανηγύρι με την αλιάδα.

Κι εκεί πάνω στην ιεροτελεστία …είχε έτοιμο και το μουλιασμένο ψωμί.. Νάσου μια καταραμένη μπόμπα, έπεσε μπροστά στα μάτια του. Τήν ρίξαμε απ’ έξω οι πολιορκητές οχτροί –

Στριφογύριζε δαιμονισμένα η μαύρη μπόμπα, με το φυτίλι αναμμένο και πριν εκραγεί .και τον κομματιάσει στέλνοντας τον, στού Άδη τ’ αλώνια.. την αρπάζει και την πετάει με δύναμη παρακείθε.. σε κάτι χαλάσματα…..λέγοντας της θυμωμένος:

<< Αϊ στο διάουλου μωρή παλιομπόμπα,… π’ θα μ’ χαλάσεις εμένα τ’ν αλιάδα.>>

Κι έσκασε παραπέρα η μπόμπα, χωρίς να βλάψει κανέναν.. κι εκείνος ατάραχος κι’ ευτυχισμένος, γελούσε από καρδιάς, που έσωσε την αλιάδα του, του πόθου του το γέννημα.!

Δεν έσωσε όμως την δικιά του ζωή.

Τον επόμενο μήνα, …. το απόκοσμο βράδυ των Βαϊων , στην κόλαση της εξόδου, σαν θυμίαμα δώρισε ζωή καί ψυχή στην πατρίδα καί με την ματωμένη φουστανέλα του τράβηξε περήφανα, για τήν αιώνια ομίχλη τού άλλου κόσμου.

Μάνα μ’ ! Μανούλα μ’ !. ποιος θα σ’ πεί …το μαντάτο του χαμού μ’ ! .. τα τελευταία του λόγια.

Ο Δημητρός απ’ τ’ ορεινό Ξηρόμερο, ο μοναχογιός της χήρας της θειά- Τασούλας , σταυρώθηκε πάνω στα λιθαρένια τείχη….έπεσε υπέρ βωμών και εστιών και λαμποκοπάει ίσαμε σήμερα ….η ψυχή του,με χρέος, τιμή, θυσία κι η ανάσα του μοσχοβαλαει.. ψωμί, σκόρδο, ξύδι λάδι κι αλάτι.