Το βλέμμα της μάνας – Ένα διήγημα του κ. Στάμου Γαλούνη

Είναι αλήθεια ότι στους απέραντους ωκεανούς του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υπάρχει πολλή πληροφορία και είναι δύσκολο πολλές φορές να τα παρακολουθεί κανείς όλα, αλλά και να ξεδιαλύνει το σκάρτο από το καθάριο.

Ορισμένες φορές όμως, αυτό που αντικρύζεις δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την αξία και την ποιότητά του. Έτσι νιώσαμε κι εμείς όταν ανακαλύψαμε τυχαία τις δημοσιεύσεις του κ. Στάμου Γαλούνη

Τον Στάμο Γαλούνη πιθανώς δεν τον γνωρίζει κανένας συνάδελφος, γιατί δεν προέρχεται από το χώρο της Ιονικής. Ωστόσο, μένοντας εντυπωσιασμένοι από την πένα του (πιστεύουμε το ίδιο θα συμβεί και σε εσάς…) του ζητήσαμε να μας δώσει την άδεια για να δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας τα διηγήματά του που πραγματικά αξίζουν της προσοχής όλων μας.

Η απάντησή του αναδεικνύει άλλωστε την ταπεινότητα που τον διακρίνει, αφού ο ίδιος δε θέλησε να δώσει περαιτέρω στοιχεία για τον εαυτό του και μας διεμήνυσε ότι τα κείμενα είναι δημόσια και είναι τιμή, χαρά και ευχαρίστηση για τον ίδιο να τα παρουσιάζουμε στην ιστοσελίδα μας.

Ο Στάμος Γαλούνης, λοιπόν, ο οποίος γεννήθηκε στο Αρχοντοχώρι -Ζαβίτσα –  Ξηρομέρου Ακαρνανίας, σπούδασε οικονομικά και είναι σήμερα προϊστάμενος μιας διοικητικής οικονομικής διεύθυνσης δημόσιας  υπηρεσίας, γίνεται από σήμερα μέλος της Ιονικής Οικογένειας και στο εξής θα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε τα σπουδαία, πραγματικά, κείμενά του.

Ξεκινώντας σήμερα από μία βιωματική ιστορία του κ. Γαλούνη από την παιδική του ηλικία, που όμως έχει τη δύναμη να χρησιμοποιεί τις λέξεις με τρόπο ώστε να την κάνει να μοιάζει μοναδική… Χωρίς πολλά λόγια, σας αφήνουμε να… αφεθείτε στο γεμάτο τρυφερές εικόνες κόσμο που αποτυπώνει με τη γραφή του :


ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ.

Εκείνο τό γλυκό απόβραδο του Ιούνη, σ΄ένα ημιορεινό χωριό -Αρχοντοχώρι( Ζάβιτσα)- της Ακαρνανίας, σε χρόνο μισό αιώνα πίσω, σ’ένα πέτρινο σπίτι, μόλις οι γονείς κατάκοποι επέστρεψαν από το θερισμό, ακούστηκε το ουρλιαχτό του μικρού τους γιού, πού έπαιζε στην αυλή.

Τον είχε τσιμπήσει στό χέρι σκορπιός.

Τον πρόλαβε ο πατέρας, πρίν χαθεί στις πέτρες, τόν πάτησε και τον σκότωσε.

Μαζεύτηκε όλο το χωριό, η μάνα έτρεμε, κρατούσε σφιχτά αγκαλιά το σπλάχνο της πού σπαραζε και βογκούσε, τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια έκλαιγαν και φοβόντουσαν κι’ ο πατέρας απελπισμένος ρωτούσε τους συγγενείς καί μονολογούσε με απόγνωση… τι νά κάνουμε τώρα; Πώς να σώσουμε τό παιδί μας;

Σ΄εκείνο τόν σκληρό άγονο τόπο, που ζούσαν πάνω από χίλιες σκληραγωγημένες ψυχές με στερημένες ζωές, δεν υπήρχε γιατρός, φαρμακείο, νοσοκόμα, δεν έρχονταν εκεί ασθενοφόρο, ούτε υπήρχε κανένα αυτοκίνητο διαθέσιμο να τον πάει στο Αγρίνιο.

Τό ένα καί μοναδικό μικρό “λεωφορείο” με την μεγάλη σκουροπράσινη μούρη – μετατροπή παλιού φορτηγού- του καλού, δοτικού καί πάντα διαθέσιμου ανθρώπου Δημητράκη Μπαλώσου, πού άντεχε στούς επικίνδυνους εκείνους κακοτράχαλους χωμάτινους δρόμους, βρισκόταν στο Μεσολόγγι.

Ακόμα κι΄ ο θεός άμα περνούσε καβαλάρης από κείνα τα άγρια μέρη, σπάνια ξεπέζευε για να δεί καί να μάθει πως ζούν ετούτοι θνητοί, οι ριζωμένοι σέ λιθάρια , αγραπιδιές, φρύγανα κι’ ασφάκες.

Καί έτσι αναγκαστικά την τύχη του μικρού, καθόριζαν πλέον οι αντοχές των κυττάρων του, οι μοίρες, οι άγιοι κι η ποσότητα του δηλητηρίου.

Η πρακτική μαμή, καθησύχαζε η φουκαριάρα, όσο μπορούσε, λέγοντας ότι <<ήταν μικρός ο σκορπιός και το παιδί -κι’ας είναι αδυνατούλη- μάλλον δεν θα πεθάνει.>>

Η θειά Γιαννούλα, η γειτόνισσα, πού τ’ αγαπούσε πολύ τούτο το παιδί καί το’χε πολλές φορές βυζάξει όταν η μάνα του δεν είχε γάλα, ψιθυριστά προσευχόταν γονατιστή,ακουμπώντας στην γέρικη αμυγδαλιά, στην άκρη της μεγάλης χωμάτινης αυλής.

Η γριά Μέλπω, με την μαγκούρα καρυδιάς,– μια κυνική γυναίκα, πού συχνά μονολογούσε <<‘αντε να βγάλω κι’ εγώ την σειρά μου, πολύ αργοπορώ΄’> με σκληρές αλήθειες, πούχαν δει πολλά τα μάτια της, με ζωές να χάνονται καί να πέφτουν σαν τα φύλλα των δένδρων, είχε μια παράξενη ακατανοησία τού ανθρώπινου τέλους καί δεν φοβόταν την ανυπαρξία,– …μονολογούσε φωναχτά με παρηγορητική φωνή εκεί στην αυλή’ < Ευτυχώς δεν λέτε ..που η Αλεξάνδρα έχει κ’άλλα τέσσερα παιδιά!>

Εκείνη την νύχτα του χαμού,με το ολόγιωμο φεγγάρι να φωτίζει τα κουρασμένα θλιμμένα πρόσωπα τών ανθρώπων στή αυλή, τό ψυχικό άυλο ολόσωμα του μικρούλη, επαιζε κρυφτό με τόν δρεπανηφόρο αρματηλάτη, κρυβόταν στούς θάμνους καί στούς μεγάλους βράχους, έξω από την μεγάλη τοξωτή πύλη τού άλλου κόσμου καί φώναζε στόν θυρωρό τόν Πέτρο,να βάλει διπλά τα μάνταλα, να μήν ανοίξει η πόρτα.

Στήν μέση του σπιτιού να τό φωτίζει ισχνά μιά λάμπα πετρελαίου, στην αγκαλιά τής λιπόσαρκης, ανθεκτικής μάνας- καί γύρω γύρω οι γυναίκες συγγενείς με τα γιατροσόφια- (γάλα σύκου στην δαγκωματιά, ζουμί να πιει από βρασμένο αμάραντο,τσουκνίδα καί βασιλικό, για να φύγει τό κακό) ο μικρούλης βογκούσε, ούρλιαζε από τους αφόρητους πόνους, έκλαιγε, ίδρωνε, δυσκολανάσαινε καί συνέχεια φώναζε, έλεγε, μουρμούριζε, εκλιπαρούσε .. Μάνα πονάω! Μάνα σταμάτα τό πόνο!

Κι΄εκείνη η έρμη, σε άλλη απόκοσμη διάσταση οδύνης, το φιλούσε,το έλουζε αθελά της με τα δακρυά της, το χάιδευε και ικετευτικά παρακαλούσε την Παναγιά, να μην αφήσει τό σπλάχνο της να περάσει την χαρακιά.

<Πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μην σε βρεί ο χάρος!>> αυτή η βασανιστική έγνοια, ήταν τό σύμπαν όλο.

Και κάπου το ξημέρωμα, τήν ώρα πού βγαίνει ο αυγερινός……κατέβηκε ο μικρούλης απ’ τόν Γολγοθά, ο σταυρωτής ξέμεινε από καρφιά, ,ο πόνος λιγόστεψε κι’ έγινε ήσυχος αναστεναγμός, …..πέρασε το δηλητήριο, επέζησε το παιδί και με ήρεμη ανάσα, αγγελικά αποκοιμήθηκε ,..κουρνιάζοντας στη αγκαλιά της, στ’ απάνεμο αυτό λιμάνι, που δένουν άφοβα τα χρωματιστά αγγελοσπαρμένα όνειρα, και γεμίζουν οι καρδιές συμπυκνωμένα συναισθήματα, εκεί που ευωδιάζουν αρώματα, από στάχια σιταριού, προζύμι, δάκρυα καί ηλιοκαμένο χώμα.

Στό ηλιόλουστο πρωινό ,μές την απόλυτη σιωπή –όλοι οί άλλοι, μικροί μεγάλοι -αν καί άγρυπνοι, αλλά ήσυχοι πιά- έφυγαν για τα σπαρτά, τ’ αλώνια καί τίς θυμωνιές.- άκουγε η μάνα τούς μουσικούς χτύπους της καρδιάς τού μελαχρινού αγοριού, μέ τα λεπτά χεράκια καί τα πεταχτά αυτιά καί χόρευε από χαρά η ψυχή της, ανάσανε τό παιδί καί μύρωνε με αγίασμα η ύπαρξή της.

Ξύπνησε μετά από ώρες ο μικρός ,αργά το απόγευμα, όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει πέρα απ τήν Ιθάκη καί κάποιες ηλιαχτίδες πέρασαν απ’τό παραθύρι, έλουσαν τα μαλλιά καί χρύσωσαν τό προσωπό του.

Ξύπνησε εκεί ακριβώς πού αποκοιμήθηκε …στη απαλή, ασφαλή, γενναιόδωρη αγκαλιά της μάνας .

Δεν το άφησε το βλαστάρι της ούτε στιγμή, μήτε να πιεί μια σταλαγματιά νερό, ούτε για μια χαψιά ψωμί , μήτε ένα δράμι ύπνο χάρισε στόν ευατό της.

Όταν επιτέλους άνοιξε τά αθώα ματάκια του, ….αντίκρυσε το αξέχαστο συγκλονιστικό , μεθυστικό βλέμμα της μάνας, ….με την μυστική συνταγή τών ανείπωτων συναισθημάτων …με την απεριόριστη αποδοχή, χωρίς όρους ,όρια, συνθήκες, προυποθέσεις, περιορισμούς και επιταγές, χωρίς κριτήρια ομορφιάς,αξίας ή εξυπνάδας ,η απόλυτη αγάπη, το φώς της οικουμένης, η ευτυχία της μόνο και μόνο πού ζεί καί υπάρχει.

Αυτή ήταν η μάνα μου, η καρτερική, συμπονετική, μεγαλόκαρδη, μεγαλόψυχη, η γλυκοφιλούσα μάνα,.

πού ολημερίς κόπιαζε καί ίδρωνε να θρέψει τα παιδιά της κι΄ολονυχτίς τούς ύφαινε καί έραβε τα φτερά τους.

Η μάνα με τα δέκα χέρια καί τις πέντε τίς καρδιές, τα τρία παλιοκαιρισμένα φορέματα,

το’να ήταν μαύρο, τ’άλλο καφετί τό τρίτο τόχε γιά καλό κι ειχε χρώμα βαθύ μπλέ θαλλασινό,

ένα άσπρο μαντήλι στα μαλλιά καί τήν λάμψη τ’ουρανού, σε κάθε της ματιά.

Κι΄εγώ είμαι ο γιός της, ο τότε μικρούλης, ο πονεμένος απ τόν σκορπιό, πού εκείνη μ΄ανάστησε καί με μεγάλωσε να σεργιανήσω -με αξιοπρέπεια, τιμή καί σεβασμό – στίς γειτονιές αυτού τού κόσμου.

————————————————————————————

ΥΓ: Η σημερινή χειμωνιάτικη κατάδυση στά σοκάκια της ψυχής με την πυκνή μνήμη, ο εσωτερικός λυγμός, ο κόμπος στό λαιμό, τό αφανέρωτο δάκρυ που μαρτυράει την αλήθεια καί σε δένει μέ τόν αδιάσπαστο ομφάλιο λώρο,που καταργεί το φράγμα τού χρόνου και τού χώρου, …

έρχονται την ίδια μέρα ..

πού η μάνα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο της μοίρας της, την ώρα και στιγμή που καταργήθηκαν όλες οι στιγμές της, σώθηκε τό λάδι στό καντήλι καί φυγαδεύτηκε για πάντα στόν αδιανόητο, άγνωστο, αναπάντητο χρόνο.

Στο εσπερινό λιγοστό κιτρινοπό φως τής παγωμένης εκείνης μέρας του Φλεβάρη, μέσα την αραιή ομίχλη του Αχέροντα , όρθιος ο βαρκάρης με την πορφυρένια καλή του φορεσιά, νωχελικά κωπηλατούσε σιγοσφυρίζοντας μελωδικούς ψαλμούς γιά τούς θεούς.,.. λίγοι κορμοράνοι κολυμπούσαν δίπλα στη βάρκα του, λες καί συνόδευαν τό πνεύμα, …η καμπάνα τής εκκλησιάς ψηλά στή χιονισμένη ράχη του βουνού, ηχούσε λυπητερά αναγγέλλοντας το μακρύ ταξίδι, καί ..στήν όχθη, στήν άκρη τού γλυκού νερού, δίπλα στά πλατάνια, να μοιάζουν με τα γυμνά κλαδιά τους σαν υψωμένα χέρια προσευχής,-στέκονταν, ο παππάς ,- με πετραχήλι, ευαγγέλιο καί θυμιατό– καί σιμά τα παιδιά της δακρυσμένα κουνούσαν άσπρα μαντίλια αποχαιρετισμού, υμνούσαν τό μεγαλείο της μάνας καί δοξολογούσαν την άφατη αγάπη της..