Δύο πρωτοχρονιάτικα διηγήματα για ένα πιο ανθρώπινο 2021! Χρόνια Πολλά & Καλή Χρονιά !

Ακόμα και οι «περίεργες» φετινές εορταστικές μέρες, δεν παύουν να φέρουν το διαχρονικό μήνυμα της περιόδου των Χριστουγέννων. Ένα μήνυμα αγάπης, αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και αισιοδοξίας.

Αυτήν την περίοδο που όλοι υποφέρουμε, νιώθουμε μόνο ένα ελάχιστο μέρος του πόνου των ανθρώπων που υποφέρουν καθημερινά, των ευπαθών, των ασθενέστερων και των αποκομμένων κοινωνικών ομάδων, που η κοινωνία της εφήμερης κατανάλωσης δεν επιθυμεί να τους χωρέσει στην «κανονικότητά» της.

Η σκέψη και κυρίως οι πράξεις αλληλεγγύης αυτές τις ημέρες είναι και από μόνες τους σημαντικές. Όμως, η ζεστασιά που μας γεμίζει τις γιορτές, αλλά και η καλοσύνη που πλημμυρίζει την ψυχή μας μετά από κάθε συνδρομή προς τους αδύναμους συνανθρώπους μας, μπορούν να δώσουν το έναυσμα για να μην αποτελεί η αλληλεγγύη μας ένα ακόμα εορταστικό έθιμο, αλλά τρόπο ζωής, στα πλαίσια και τις δυνατότητες του καθενός από εμάς.

Εμείς επιλέξαμε δύο διηγήματα, από δύο ολότελα διαφορετικές εποχές (ένα παλαιότερο και ένα σύγχρονο) που αποδεικνύουν ότι το μήνυμα αγάπης των εορτών, η θαλπωρή που μας κατακλύζει, αλλά και τα προβλήματα των συνανθρώπων μας, είναι εν τέλει διαχρονικά και μπορούν να βρουν λύση μόνο μέσα από εμάς.

.


 Το Μοιρασμένο Φλουρί

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα αναμνήσεων του συγγραφέα, ακαδημαϊκού και στρατιωτικού γιατρού Παύλου Νιρβάνα (φιλολογικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, 1866-1937).

 

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε -ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε – στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο.

Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!

Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.

«Ξεχάσαμε», είπε, «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».

Κατέβασε το μαχαίρι.

«Του φτωχού…» ονομάτισε.

Έπειτα ερχότανε το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.

Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.

«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. «Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».

Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.

«Ούτε του ζητιάνου είναι», είπε ο πατέρας μου, «ούτε του Πέτρου. Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου».

«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.

«Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς.

«Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας.

Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες -το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα-και τις ακούμπησε στο τραπέζι:

«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».

Και μου την έδωκε.

«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»

Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.

«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου…» είπα.

Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:

«Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί».

Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου ’λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.

«Πάρε, παππού…» του είπα.

Ο γέρος που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει φαίvεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ‘φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.

«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»

«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».

Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:

«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».

Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:

«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ’χεις».

Μου ’δώσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα.

Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι:Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.

.


Φρουί γλασέ πρωτοχρονιάτικα

της Ελένης Στελλάτου

 

Δεν μου αρέσουν τα φρουί γλασέ, ας ξεκινήσουμε από κει. Οποτε τύχει να βρεθώ μπροστά σε αυτήν τη λέξη την αφήνω να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται, να ξεγλιστρήσει σαν το σιρόπι ανάμεσα στα δάχτυλα, σαν μέλι από καστανιά που είναι γλυκό και πικρό μαζί, ένα απροσδόκητο μίγμα που σε κάνει να χαίρεσαι και να θυμώνεις την ίδια στιγμή, όπως ακριβώς ένα φρουί γλασέ κερασμένο από μια θεία που γιόρταζε έκανε κάποτε ένα αγοράκι να βουρκώσει ώσπου να το καταπιεί, γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να το φτύσεις αυτό το πράμα μέσα στο περιτύλιγμά του όπως έκανε ο μεγάλος αδελφός που έτσι κι αλλιώς δεν τον ένοιαζαν τα χαστούκια, δεν είναι καθόλου εύκολο αν σε κοιτάνε τα μάτια της θείας και τα μάτια των ξαδελφών και κυρίως, τα μάτια του πατέρα.

Τώρα όμως παίρνω τα τρία φρουί γλασέ που αφήνει πάνω στον πάγκο μου ο γέρος με το ναυτικό πηλήκιο και τα λευκά γένια και λέω ευχαριστώ πολύ, επειδή πρέπει να είμαι ευγενικός με τους πελάτες, ειδικά σε μια εφημερία ανήμερα την Πρωτοχρονιά και ο άγνωστος γέρος που μαζί με τη συνταγή με το φάρμακο χοληστερίνης μου αφήνει αμίλητος στον πάγκο τα τρία του φρουί γλασέ, ένα πράσινο και δύο πορτοκαλί, είναι επίσης ευγενικός κατά βάθος αν το καλοσκεφτείς κι ας περιμένει να του πω τη συμμετοχή με ανοιχτό πορτοφόλι χωρίς να μου μιλάει και χωρίς να με κοιτάει.

Τρία και σαράντα παρακαλώ, λέω και μου αφήνει στον πάγκο ένα πεντάευρω. Αλλά βάζοντας τα ρέστα του στο πορτοφόλι, ένα καφετί τριμμένο με κινέζικα ιδεογράμματα στη μια πλευρά, ρίχνει κάτω το πράσινο φρουί γλασέ και τότε λέω πάλι με όλη μου την ευγένεια και την ειλικρίνεια ότι δεν πειράζει, θα το σηκώσω εγώ, επειδή έτσι κι αλλιώς μόλις βγει έξω από την πόρτα της οποίας το φωτοκύτταρο έχει χαλάσει εδώ και μια εβδομάδα και αναγκάζομαι να την αφήνω ανοιχτή ώστε να μπαινοβγαίνουν άνετα οι λιγοστοί πελάτες και το κρύο, μόλις γυρίσει την πλάτη του και βγει έξω και εξαφανιστεί μέσα στο βραδινό ψιλόβροχο, εγώ θα πετάξω διακριτικά τα τρία φρουί γλασέ μέσα στο καλάθι των αχρήστων και θα τα σκεπάσω κιόλας με κάνα δυο τσαλακωμένα χαρτιά, για παν ενδεχόμενο. Αυτός όμως που δεν τα ξέρει όλα αυτά σκύβει, με το πηλήκιο αμετακίνητο στο κεφάλι, πιάνει το πράσινο φρουί γλασέ, το αφήνει πάλι στον πάγκο σαν να μου το χρωστάει και μετά γυρίζει την πλάτη του και φεύγει χωρίς λέξη.

Πηγαίνω τότε στον υπολογιστή και μπαίνω στην ομάδα των φαρμακοποιών της μικρής μας πόλης στην οποία, παρόλο που δεν συνηθίζουμε να αναφέρουμε περιστατικά που μας συμβαίνουν και παρόλο που τέτοιες μέρες όλοι γράφουν ευχές και βάζουν τραγούδια, πληκτρολογώ αναζητώντας λίγη συμπαράσταση, πληκτρολογώ με κάποια δυσκολία μιας και τα δάχτυλά μου έχουν παγώσει, ότι το δώρο στην πρωτοχρονιάτικη εφημερία μου ήταν τρία φρουί γλασέ από έναν γέρο ναυτικό.

Το πιθανότερο είναι ότι εάν άφηνε σοκολατάκια αντί για φρουί γλασέ, δεν θα θυμόμουν τον δεκάχρονο εαυτό μου που αποκόπηκε εξαιτίας τους κάποτε από μια γιορτινή ατμόσφαιρα και δεν θα άρχιζα να σκέφτομαι τα δικά μου μικρά αγόρια που θα παίζουν μέχρι τώρα με τα δώρα που ξετύλιξαν χωρίς εμένα και που θα τα ξαναδώ αύριο το μεσημέρι αν φυσικά είναι ξύπνια και δεν θα αναρωτιόμουν για την αληθινή αξία, πέρα από την τυποποιημένη σε αντιόξινα χάπια, του να μένω εδώ, έξω από κάθε γιορταστικό κύκλο, εγώ και κάμποσοι άλλοι για τους οποίους η μέρα αυτή δεν έχει καμία προσδοκία και κανένα δικαίωμα, μια που τα δικαιώματα υπάρχουν όσο δεν εμφανίζονται οι υποχρεώσεις που στέκονται ακριβώς απέναντί τους, σαν μια ιδιότυπη τραμπάλα που πότε γέρνει από τη μια μεριά και πότε από την άλλη, αν και συχνά αποκαλύπτεται ότι κανένα δικαίωμα δεν έχει δικό του βάρος τόσο, ώστε να μην υπερνικηθεί από το βάρος της αντιδιαμετρικής του υποχρέωσης.

«Μήπως τον λένε Βασίλη; Για δες», γράφει κάποια στιγμή μια φαρμακοποιός κάτω από την ανάρτησή μου.

Η συνταγή είναι ολομόναχη μες στο συρτάρι, είναι πολύ εύκολο να τη βρω, να διατρέξω τα στοιχεία του και να της απαντήσω ότι πράγματι τον λένε Βασίλη.

«Παλιός καπετάνιος, ζει μόνος, αφήνει και σε μένα φρουί γλασέ», ξαναγράφει. «Γι’ αυτό σου έφερε σήμερα τη συνταγή, για να ’χει κάτι να κάνει. Του είπες χρόνια πολλά;»

Και καταλαβαίνω αυτήν ακριβώς τη στιγμή ότι δεν υπάρχει θεραπεία για μένα γι’ αυτήν την πρώτη μέρα του χρόνου που να έχει χρώμα διαφορετικό από πράσινο ή πορτοκαλί. Και ύστερα ψάχνω το καλάθι των αχρήστων, βρίσκω τα φρουί γλασέ και διαλέγω το πορτοκαλί επειδή τα ζεστά χρώματα είναι περισσότερο ευοίωνα, γεμίζω ένα ποτήρι νερό, ξετυλίγω τη ζελατίνα με προσοχή να μη γεμίσουν σιρόπι τα δάχτυλα, το βάζω στο στόμα και το μασάω γρήγορα κρατώντας τα μάτια μου ορθάνοιχτα, πίνω το νερό με μια ανάσα κι έπειτα, κρατώντας τη συνταγή που έχει τυπωμένο το τηλέφωνο του σπιτιού του, σηκώνω το ακουστικό και σκέφτομαι ότι έχω πολύ καιρό να νιώσω μια τέτοια επίγευση.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ & ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!