Ποια είναι τελικά η αλήθεια για το φλέγον ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών; Μία παράτυπη διαδικασία που φιμώνει την πολυφωνία; Ή μήπως μία πρώτη προσπάθεια επιβολής μίας τάξης στον ανεξέλεγκτο κόσμο των ιδιωτικών ΜΜΕ που αποτελούν πηγή κινδύνου για τη δημοκρατία μας; – Των συναδέλφων Νίκου Αλεξόπουλου, Γιώργου Κολιού και Ανδρέα Μπάφη

Ο διαγωνισμός των τηλεοπτικών αδειών βρίσκεται στην κορυφή της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα, με τους διάφορους ειδικούς και “ειδικούς” να παρουσιάζουν τις απόψεις τους για ένα “καυτό” θέμα που έχει απασχολήσει την ελληνική κοινωνία ούτε λίγο ούτε πολύ εδώ και μία τριακονταετία, από την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Ως είθισται, δυστυχώς, στο ανεύθυνο και κατευθυνόμενο μιντιακό τοπίο της χώρας μας, ο καθένας κάνει την εμφάνισή του μέσα από τηλεοπτικά παράθυρα ή στήλες εφημερίδας για να εκφράσει είτε τις θέσεις των συμφερόντων που εξυπηρετεί, είτε για να παρουσιάσει με μεγαλόσχημο τρόπο την ουσιαστική του άγνοια… Και ο δύσμοιρος πολίτης που αναζητά εναγωνίως υπεύθυνη και έγκυρη ενημέρωση, απορεί για τις πλήρως αντικρουόμενες απόψεις που του παρουσιάζονται και παραμένει όμηρος των τεράστιων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται σε αυτό το θέμα.

Ο σύλλογός μας, ως συμμετέχων μέσα από την εφημερίδα και την ιστοσελίδα του στη δημόσια ενημέρωση των συναδέλφων, αποφάσισε να παραμερίσει τις ανούσιες και αβάσιμες απόψεις όσων διαδηλώνουν την άγνοια και το συμφέρον τους και να φιλοξενήσει μία δημόσια συζήτηση επί του θέματος. Ακολουθεί η άποψη των συναδέλφων Νίκου Αλεξόπουλου, Γιώργου Κολιού και Ανδρέα Μπάφη: 

Όπως ήταν αναμενόμενο, η διαδικασία αδειοδότησης των 4 καναλιών πέρασε από 1.000 κύματα, αναληθή δημοσιεύματα, βάσιμη κριτική αλλά και πολύκροτες αντιδράσεις. Φυσικό και επόμενο να έκανε πάταγο αυτή η ριζοσπαστική επιλογή της Κυβέρνησης, που τέθηκε σε ευθεία αντιπαράθεση με τους μεγάλους καναλάρχες που είχαν συνηθίσει να “αλωνίζουν” στο τηλεοπτικό τοπίο χωρίς καμία υπόνοια ελέγχου και συνείδησης του ρόλου που θα έπρεπε να επιτελούν στην παροχή του δημόσιου αγαθού της ενημέρωσης προς τους πολίτες.

Το μέτωπο της διαπλοκής που δημιουργήθηκε και συμπορεύθηκε μέχρι την πραγματοποίηση του διαγωνισμού (με τη λήξη της διαδικασίας το “γυαλί ράγισε”…), τόσο μεταξύ αυτών που τελικά πλειοδότησαν όσο και αυτών που δεν τα κατάφεραν, προσπαθούσε να πείσει την κοινή γνώμη βομβαρδίζοντάς τη με συνεχή μηνύματα, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις κλπ. ότι η διαδικασία αυτή αντιβαίνει στην περιλάλητη ελευθεροφωνία των ΜΜΕ, ενώ παράλληλα σκοντάφτει και σε μύρια όσα νομικά ζητήματα. Βέβαια, τον πλέον πιστό σύμμαχό τους οι μεγιστάνες της οικονομικής ολιγαρχίας που διαχειρίζονται τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια, τον βρήκαν σε μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης, που με την αμέριστη στήριξη και συμπαράστασή της προπαγανδίζει τις θέσεις των διαπλεκόμενων Μέσων ακόμα και εντός του Κοινοβουλίου.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε με νηφαλιότητα το θέμα, εξετάζοντας ένα προς ένα τα ζητήματα που ανακύπτουν από αυτήν την -πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα- διαδικασία.

  • Μπορεί οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών να προβάλλουν κυρίως τη νομική πλευρά του ζητήματος, ωστόσο το θέμα της αδειοδότησης σε έναν τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας που θα παρέχει ενημέρωση στον πολίτη δεν μπορεί παρά να είναι κατ’εξοχήν πολιτικό και να υπόκειται βέβαια σε δημοκρατικό έλεγχο από την εκλεγμένη κυβέρνηση αυτής της χώρας.

  • Για να μην ξεχνάμε μέσα στον καταιγισμό προπαγάνδας κάποιες ακλόνητες αλήθειες:

    α. Η λειτουργία εκτεταμένης διαπλοκής στο τηλεοπτικό τοπίο αποτελεί κοινή πεποίθηση των πολιτών, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης.

    β. Τα ιδιωτικά κανάλια από την πρώτη μέρα της λειτουργίας τους απολάμβαναν ενός ιδιότυπου, χαριστικού, “προσωρινού” καθεστώτος ημιμονιμότητας, χωρίς να έχουν ποτέ εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις που προβλέπει το Σύνταγμα για τη χορήγηση του δημοσίου αγαθού των αδειών εκπομπής πανελλαδικής εμβέλειας.

  • Αυτά τα δύο ζητήματα νομίζουμε δεν αμφισβητούνται από κανέναν. Έπρεπε λοιπόν να συνεχιστεί το καθεστώς αυτό αέναα, χωρίς καμία προσπάθεια ρύθμισής του; Νομίζουμε είναι αυτονόητο ότι έπρεπε κάποιος με πολιτική βούληση να αψηφήσει το πολιτικό κόστος και να επέμβει. Εννοείται ότι δε διαλύθηκε η διαπλοκή. Εννοείται ότι πρόκειται για μία διαδικασία με παραλείψεις. Αλλά το… ήμισυ του παντός έγινε!

  • Βλέπουμε να χύνονται… ποτάμια δάκρυα για τις χαμένες θέσεις εργασίας στα κανάλια που δεν αδειοδοτήθηκαν. Κροκοδείλια θα προσθέταμε εμείς! Αλήθεια, όταν τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με την ΕΣΗΕΑ έχουν χαθεί 5.000 θέσεις εργασίας (οι διπλάσιες από όσες υποτίθεται θα χαθούν τώρα), πού ήταν όλοι αυτοί οι δήθεν υπερασπιστές των εργαζομένων και του ιερού δικαιώματος της εργασίας τους; Να σας απαντήσουμε εμείς. Ήταν στα τηλεοπτικά παράθυρα και επικροτούσαν τις πολιτικές λιτότητας και “μεταρρυθμίσεων” που ήταν υπεύθυνες για αυτές τις απολύσεις. Τότε οι χαμένες θέσεις εργασίας ήταν “το αναγκαίο κακό”. Σήμερα έχουν γίνει η “σημαία” ενός εξόφθαλμα αντιδραστικού συστήματος που δε διστάζει να καπηλευθεί και να χρησιμοποιήσει ως πρόφαση τον πόνο και την αγωνία των ανθρώπων που θα χάσουν τις εργασίες τους για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.

    Ωστόσο, ακόμα και αν εξετάσουμε το ζήτημα των χαμένων θέσεων εργασίας, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ο νέος Νόμος σαφώς αναφέρει ότι κάθε Μέσο θα πρέπει να έχει μίνιμουμ 500 θέσεις εργασίας. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θα λειτουργήσουν 2 νέοι σταθμοί, το μεγάλο μέρος αυτών των θέσεων θα αναπληρωθεί και μάλιστα πιστεύουμε από τους υπαλλήλους των υπό καθεστώς λουκέτου καναλιών που έχουν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για να καλύψουν τις λειτουργικές ανάγκες των νέων καναλιών. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παραμένει σε εκκρεμότητα το θέμα της αδειοδότησης των τοπικών και μονοθεματικών σταθμών που επίσης θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας.

  • Όσο και να… κόπτονται οι μεγιστάνες της διαπλοκής, η αλήθεια είναι ότι η χρήση των τηλεοπτικών συχνοτήτων είναι δημόσιο αγαθό, για το οποίο δεν είχαν καταβάλει ποτέ ένα τίμημα που να αρμόζει στην αξία του. Ο διαγωνισμός που διεξήχθη απέδωσε το μέγιστο τίμημα για την ελληνική Πολιτεία, γεγονός που προκάλεσε θετικές αντιδράσεις και σχολιάστηκε εκτενώς και από το Διεθνή Τύπο.

  • Είναι σαφές ότι προκύπτουν ζητήματα διαφάνειας και ως προς το πόθεν έσχες των νέων καναλαρχών; Σαφώς και ειλικρινά πιστεύουμε ότι κανείς από αυτούς που πλειοδότησαν δεν έχει εχέγγυα ήθους, ακεραιότητας, εντιμότητας και πρόθεσης να προσφέρει αντικειμενική ενημέρωση στους πολίτες. Αν και βέβαια το ζήτημα της φερεγγυότητας των καναλαρχών δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, παρά μάλλον φαινόμενο του παγκοσμίως κυρίαρχου οικονομικοπολιτικού συστήματος, σίγουρα πρόκειται για μία γκρίζα πτυχή της διαδικασίας. Όσον αφορά το πόθεν έσχες των πλειοδοτών, ήδη παρακολουθήσαμε τα προβλήματα που προέκυψαν με τη χορήγηση της άδειας στον κο Καλογρίτσα που ανακλήθηκε και πιθανώς θα περάσει στον πρώτο επιλαχόντα κο Σαβίδη. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι σε αντίθεση με τα ειωθότα στην ελληνική πολιτική ζωή, η Κυβέρνηση αναγνώρισε τις παραλείψεις στον έλεγχο του κου Καλογρίτσα και διόρθωσε το λάθος της, χωρίς να εμμείνει στην αδειοδότησή του, αν και πολλοί τον θεωρούσαν εξ αρχής ως έμπιστο του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα πλέον, νομίζουμε έλαβαν την απάντησή τους.

  • Ασκείται έντονη κριτική για το γεγονός ότι το ΕΣΡ δεν διαχειρίστηκε αυτήν την υπόθεση, καθώς με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά, υποβαθμίστηκε ο ρόλος του σε ένα θέμα που εμπίπτει ξεκάθαρα των αρμοδιοτήτων του. Και αυτό είναι μία πραγματικότητα. Ωστόσο, έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία ότι η αδυναμία σχηματισμού διοίκησης στο ΕΣΡ που το έχει καταστήσει αδρανές ήταν μία πτυχή της στρατηγικής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στην προσπάθειά της να υπονομεύσει και ναρκοθετήσει τη διαδικασία; Και πώς ακριβώς έπρεπε να πράξει η Κυβέρνηση απέναντι σε αυτήν τη στάση; Να παραμείνει προσκολλημένη στα εμπόδια που της έθετε η ΝΔ προκειμένου να προστατεύσει τη διαπλοκή ή να αντιδράσει δυναμικά, αφουγκραζόμενη και την απαίτηση συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών για την εφαρμογή ενός ρυθμιστού πλαισίου στα ιδιωτικά κανάλια;

    Επομένως, υφίσταντο δύο επιλογές. Ή να συνεχίσει η κατάσταση ως είχε ή να επιχειρείτο μία τομή, πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, που σίγουρα θα παρουσίαζε προβλήματα, αλλά μπορεί να γίνει η βάση για την κάθαρση και τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό των καναλιών. Γιατί η αλήθεια είναι ότι το έλλειμμα δημοκρατίας είναι σαφώς πιο έντονο λόγω του ξεκάθαρα ευνοϊκού προς συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα τρόπου που προσεγγίζουν την ενημέρωση αυτά τα κανάλια, παρά λόγω του γεγονότος ότι για λόγους δυνατότητας οικονομικής επιβίωσης και αυτοτέλειας οι άδειες περιορίστηκαν σε 4. Εκείνο, λοιπόν, που σήμερα πρέπει να μας απασχολεί είναι τι θα συμβεί αν δεν προχωρήσει αυτή η διαδικασία και γυρίσουμε στην πρότερη κατάσταση. Το θέλουμε ως πολίτες; Πιστεύουμε, όπως έχουν δείξει και οι… περιορισμένης προβολής σχετικές δημοσκοπήσεις, ότι η συντριπτική πλειονότητα τάσσεται εναντίον της επιστροφής στην αναρχία του τηλεοπτικού τοπίου.

Τελικά ποια είναι τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε από αυτή την υπόθεση που απασχόλησε, απασχολεί και θα συνεχίσει για αρκετό καιρό ακόμα το πανελλήνιο; Πιστεύουμε ότι διεξήχθη μία αδιάβλητη διαδικασία που αποτέλεσε την αφετηρία ρύθμισης της αναρχίας του τηλεοπτικού τοπίου και της αντιμετώπισης στο βαθμό του εφικτού της διαπλοκής. Το Δημόσιο μάλιστα, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις, εξασφάλισε το μέγιστο οικονομικό όφελος και συνολικά φαίνεται ότι επιτέλους, κοντά στις τρεις δεκαετίες μετά την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου, θα μπει μία τάξη. Βεβαίως και υφίστανται προβλήματα, τόσο στη διαδικασία, όσο και νομικά ζητήματα. Βεβαίως και δεν καταπολεμήθηκε η διαπλοκή εν μία νυκτί. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσβατος, αλλά σε μία χώρα που η απουσία της πολιτικής βούλησης για την εναντίωση στα μεγαλοσυμφέροντα είναι παροιμιώδης, πιστεύουμε ότι ήταν μία τολμηρή και επιτυχημένη συνολικά αρχή.

Αντί λοιπόν η αξιωματική αντιπολίτευση να προβάλλει με εποικοδομητικό τρόπο τις ενστάσεις και την κριτική της για να συμβάλει στη βελτίωση της διαδικασίας, αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της… αυτοαποκάλυψής της. Αποτελεί την εμπροσθοφυλακή και επίσημη έκφραση της διαπλοκής, έχοντας οχυρωθεί πίσω από νομικά επιχειρήματα και την υποκριτική αγωνία της για την ελευθερία του λόγου, την οποία βέβαια έχουν τσαλαπατήσει τα συμφέροντα που προστατεύει… Μάλιστα, πέραν του στρουθοκαμηλισμού και των εμφανών υπηρεσιών που προσφέρει ως άξια συνέχεια της παράδοσης της παράταξής της στους καναλάρχες, η ΝΔ εξαγγέλλει ότι αν έρθει στην εξουσία θα καταργήσει το διαγωνισμό! Δε θεωρούμε σε καμία περίπτωση ότι αυτά είναι δείγματα σοβαρής στάσης και αντιμετώπισης με πολιτικούς όρους ενός μείζονος ζητήματος.

Και για να καταλήξουμε με πιο χαλαρή διάθεση, νομίζουμε ότι κάθε νοήμων πολίτης μπορεί να καταλάβει ότι είναι γραφικό να κατηγορείται ο ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπαθεί να φτιάξει τη δική του διαπλοκή. Η απάντηση σε αυτές τις αστείες κατηγορίες που εκτοξεύονται το τελευταίο διάστημα ήρθε αφενός μεν με την αφαίρεση της άδειας από τον κο Καλογρίτσα, όταν διαπιστώθηκαν παρατυπίες στο φάκελό του και αφετέρου δε με την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και τη διαπίστωση ποιοι εξασφάλισαν τις άδειες: Οι μεγαλύτεροι πολέμιοι και επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι επιθυμούν σφόδρα την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και που βεβαίως έχουν διαχρονικά μία ξεκάθαρα συντηρητική προσέγγιση. Οπότε πιστεύουμε ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να υιοθετήσει αυτήν την κατηγορία.

Θα αναρωτηθείτε πιθανότατα, αν τελικά τα βλέπουμε όλα ρόδινα και καλώς καμωμένα τόσο στη συγκεκριμένη υπόθεση όσο και συνολικά για το κυβερνητικό έργο. Σε καμία περίπτωση! Απλά θεωρούμε ότι πρέπει να θέτουμε τα πράγματα στην πραγματική τους βάση και να απαντάμε ευθέως και με επιχειρήματα στο βομβαρδισμό προπαγάνδας που μας έχει επιβάλει ο μηχανισμός της διαπλοκής.

Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η θεσμική ανεπάρκεια. Οφείλουμε να επιδιώξουμε να βελτιώσουμε τα κακώς κείμενα και σίγουρα ο τρόπος λειτουργίας των ΜΜΕ που έχουν καταστεί στη δημοκρατία της παγκοσμιοποίησης -καλώς ή κακώς- κεφαλαιώδης θεσμός, διαμορφώνοντας την κοινή γνώμη, αναδεικνύοντας και ρίχνοντας πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις, είναι μία από τις μεγαλύτερες ανοιχτές πληγές. Το έργο της επούλωσης είναι δύσκολο, αλλά και αναγκαίο.

Νίκος Αλεξόπουλος, Γιώργος Κολιός και Ανδρέας Μπάφης